Μετάβαση στο κύριο περιεχόμενο

Φύση, αυτή η τρομοκράτης...

Δρ. Παλάντζας Γιάννης
Φεστιβάλ Ελυμνίων 2010, 3
Αυγούστου., , Κτίριο Μελά, Λίμνη
 

Στη σημερινή βραδιά δεν πρόκειται να αναφερθώ, ως συνήθως,  στη μεγάλη μεταλλευτική παράδοση της περιοχής, η οποία δεν γνωρίζω μέχρι πότε θα απαξιώνεται ούτε θα κάνω την παρουσίαση του βιβλίου μου «Λευκολίθου Ευβοϊκά Δρώμενα»,  η οποία πραγματοποιήθηκε πριν από μερικούς μήνες με προσωπική πρωτοβουλία, και η παρέμβαση του οποίου σας πληροφορώ ότι προσελκύει το ενδιαφέρον πολλών ενδιαφερόμενων, εντός και εκτός της χώρας. Θέλω, λοιπόν, να επισημάνω ότι ένα βιβλίο δεν είναι ένα κοινό κοσμικό ανάγνωσμα και η δυναμική του δεν εξαντλείται ούτε με μία ούτε με περισσότερες παρουσιάσεις. Αλλά έχει μια διαχρονικότερη λειτουργικότητα, η οποία δεν είναι ανάγκη να εξαντλείται στην εφυΐα της δικής μας μόνο γενιάς.




Κατά μια περίεργη συγκυρία, στη δεκαετή ερευνητική μου προσπάθεια σχετικά με τα μεταλλεία λευκολίθου της Βόρειας Εύβοιας και την ανάλωση εκατοντάδων ωρών στην ανάγνωση χιλιάδων εγγράφων, συνέβη να έρθουν σε γνώση μου τρεις φάκελοι εγγράφων, τα οποία ανήκουν στην πνευματική περιουσία του Τοπικού Αρχείου Λίμνης, με την ένδειξη Λύκοι, Ακρίδες, Αρουραίοι. Η ύπαρξη αυτών των φακέλων πάντα υποδαύλιζε την περιέργειά μου και παράλληλα με τη  κύρια ερευνητική μου προσπάθεια, αυτή των μεταλλείων,  θεωρούσα ως εκκρεμότητα τη δημοσιοποίηση του περιεχομένου τους.



Σήμερα θεωρώ ότι είναι μια καλή ευκαιρία για να γίνει αυτό για τους εξής λόγους: 1ον γιατί η σημερινή παρουσίαση συμπίπτει ουσιαστικά με την επαναλειτουργία ενός χώρου ιστορικού για την πόλη, με σαφή εκπαιδευτικό χαρακτήρα, μιας υποδομής δηλαδή που μπορεί να αναβαθμίσει τα πολιτισμικά δρώμενα του τόπου, αν γίνουν οι σωστές επιλογές και αναληφθούν έξυπνες πρωτοβουλίες.



2ον. γιατί η σημερινή παρουσίαση αναδεικνύει την αξία και τη δυναμική του Ιστορικού Αρχείου Λίμνης, Παράρτημα των Γ.Α.Κ., το οποίο είναι ικανό να υποστηρίξει εκτός των άλλων ερευνητικών προσπαθειών, μεταπτυχιακών και διδακτορικών εργασιών και εξειδικευμένα άρθρα, μελέτες, οι οποίες σας διαβεβαιώνω ενδιαφέρουν πολλούς και προάγουν τη φήμη της πόλης και της περιοχής.



και ένας τρίτος λόγος είναι η ιδιαιτερότητα του ίδιου του θέματος της σημερινής μου ομιλίας, αφού αναφέρεται σε μια χαμένη οικολογία του τρόμου, η οποία βέβαια ήταν απειλητική για τις κοινωνίες οι οποίες την αντιμετώπισαν, αλλά τελικά τα θύματα έγιναν θύτες. Μια επιβεβαίωση δηλαδή της επιθετικής στάσης του ανθρώπου απέναντι στη φύση, η οποία έχει λάβει σήμερα εκρηκτικές διαστάσεις.



Για την Λίμνη βέβαια αυτή η οικολογία του τρόμου είναι πολύ παλιά και ανάγεται  στα Ελληνιστικά Χρόνια, όταν σύμφωνα με την αναφορά του Ηρακλείδη του Ποντικού οι κάτοικοι του αρχαίου Ειλυμνίου εγκατέλειψαν την πόλη τους, εξαιτίας του πλήθους των ποντικών, οι οποίοι καταβρόχθιζαν τα πάντα ακόμα και τον ίδιο το σίδηρο και ίδρυσαν στη Χαλκιδική, στη Χερσόνησο του Άθω, την πόλη Κλεωνές. Άλλες τέτοιες συγκλονιστικές αναφορές δεν εντοπίζονται, αλλά δεν σημαίνει ότι, επειδή αυτές εκλείπουν, παρόμοια περιστατικά δεν σημειώθηκαν στους μετέπειτα αιώνες, μέχρι τις αρχές του 19ου αιώνα. Τότε, αμέσως μετά την ανεξαρτητοποίησή του (1830) το Ελληνικό Κράτος έπρεπε να ανταποκριθεί στη διευθέτηση μιας σειράς προβλημάτων, προκειμένου να ισχυροποιήσει την ίδρυσή του και να δημιουργήσει τις δομές εκείνες που θα του επέτρεπαν να αναπτυχθεί στο μέλλον. Μεγάλες προκλήσεις στέκονταν εμπόδια σε αυτή την πορεία, μεταξύ αυτών και η ανάπτυξη της περιφέρειας και η εδραίωση ενός κλίματος ασφάλειας και εμπιστοσύνης μεταξύ των κατοίκων της. Όσο και αν φαίνεται υπερβολικό υπήρχαν κάποιοι που αντιστρατεύονταν αυτές τις επιδιώξεις και η παρουσία τους, ιδιαίτερα σε αγροτικές περιοχές, δημιουργούσαν συνθήκες εκφοβισμού στον τοπικό πληθυσμό.      Αναφερόμαστε στις ακρίδες, στους αρουραίους και στους λύκους, σε μια δηλαδή αυτοτροφοδοτούμενη διατροφική πυραμίδα η οποία εκφόβιζε, σε όλη τη διάρκεια του 19ου αι. και μέρος του 20ού,  τους πληθυσμούς της χώρας και η αντιμετώπισή της απασχόλησε τον Κρατικό Μηχανισμό για αρκετές δεκαετίες, μέχρι και σχετικά πρόσφατα. Τα στοιχεία που παρατίθενται στη συνέχεια είναι όντως εντυπωσιακά και αντλούνται από έγγραφα του Ιστορικού Αρχείου Λίμνης.



            Οι  Βιβλικές αναφορές των ακρίδων είναι γνωστές, όπως και η αναγόρευσή τους σαν όγδοη κατάρα του Φαραώ. Η καταστροφική ισχύς τους είναι τεράστια, όταν ξαφνικά για βιολογικούς λόγους, που ακόμα η επιστήμη ερευνά, το μοναχικό ζωύφιο αφήνει τη μοναχική ζωή και σχηματίζει σμήνη δισεκατομμυρίων, ικανά να καλύψουν δεκάδες τετραγωνικά χιλιόμετρα γης. Μάλιστα, θεωρείται μαζί με τη γαρίδα κριλ η μοναδική περίπτωση που σχηματισμοί ζωικών οργανισμών μπορούν να γίνουν θεατοί από το διάστημα. Πολύ πρόσφατα η επιστήμη φαίνεται να βρήκε το βιολογικό μηχανισμό σχηματισμού των μεγαλύτερων ομαδοποιήσεων του πλανήτη. Συγκεκριμένα η αλλαγή συμπεριφοράς της μοναχικής ακρίδας μεταστρέφεται λόγω της σεροτονίνης, μιας ουσίας που και στον άνθρωπο σχετίζεται με τη ρύθμιση της διάθεσης και της σεξουαλικότητας. Η συγκεκριμένη ουσία εκκρίνεται σε μεγάλο βαθμό, όταν λόγω ευνοϊκών συνθηκών έχουμε αύξηση του τοπικού πληθυσμού στις πηγές τροφής, με αποτέλεσμα οι ακρίδες να αγγίζουν η μία την άλλη. Αποτέλεσμα της διέγερσης αυτής είναι η ακρίδα να αλλάζει χρώμα και να αρχίσει να εντάσσεται σε συμμορίες, οπότε και αλλάζει χρώμα. Από εκεί και έπειτα δεν υπάρχει τρόπος ανάσχεσης της γεωμετρικής αύξησής τους ούτε φυσικό εμπόδιο ικανό να περιορίσει την ακόρεστη διατροφική τους βουλιμία, η οποία μπορεί να καταβροχθίσει εκατομμύρια τόνους βλάστησης από την περιοχή από την οποία διέρχονται. Το 2006 στη Μαυριτανία παρατηρήθηκε ένα τεράστιο σμήνος 70 περίπου δισεκατομμυρίων ακρίδων, οι οποίες κάλυπταν μια ροή μήκους 230 χιλιομέτρων και πλάτους 150 μέτρων. Ο ήχος των σμηνών τρομοκρατούσαν τους ανθρώπινους πληθυσμούς και μια αρκετά καλή προσομοίωση, είναι αυτή του ήχου των βουβουζελών του πρόσφατου Παγκοσμίου Πρωταθλήματος Ποδοσφαίρου.



            Η πρώτη αναφορά του θέματος των ακρίδων στην περιοχή επισημαίνεται όταν το 1842 ο Διοικητής της Εύβοιας, του Ελληνικού Βασιλείου, σε έγγραφό του προς τους Δημάρχους της Επικράτειας επεσήμαινε: ότι όλοι οι δημότες τους πρέπει να εξέρχονται προς καταδίωξη της ακρίδας, μέχρι την τέλεια εξολόθρευσή της. Σε περίπτωση άρνησης κάποιου, προσδιοριζόταν, ως αντισήκωμα, ο αντικαταστάτης του τού οποίου την αμοιβή κάλυπτε ο ίδιος. Ταυτόχρονα δίνονταν οι ακόλουθες οδηγίες: « … όπου ανεφάνησαν νεογνά ακριδών πρέπει αμέσως να γίνεται ανασκαφή ή να ανατρέπεται η γη και πάνω της να ρίχνεται ασβέστης. Όπου οι ακρίδες δεν έχουν κάνει ακόμα φτερά, αλλά έχουν αυξηθεί υπερβολικά και αρχίζουν να αναπηδούν και να βλάπτουν πρέπει να διώκονται και να συσσωρεύονται σε φραγμούς και άλλα κατάλληλα μέρη. Εάν η εξάπλωση της είναι καθολική πρέπει να συλλαμβάνονται με σεντόνια ή άλλα φαρδιά υφάσματα και να ρίχνονται μέσα σε τσουβάλια και ακολούθως να εμβαπτίζονται σε βραστό νερό και όπου αυτό δεν είναι δυνατό να ενταφιάζονται σε μεγάλους λάκκους, οι οποίοι μετά να επικαλύπτονται με ασβέστη…». Η Προϊστάμενη Αρχή υπογράμμιζε στο τέλος ότι προβλέπονταν πειθαρχική δίωξη σε περίπτωση αθέτησης των οδηγιών της. Προς ενδυνάμωση της συμμετοχής των πολιτών κινητοποιείται και η χωροφυλακή, στην οποία συστήνεται να μην κάνει την παραμικρή χρήση της εκτελεστικής της δύναμης αλλά να παρίσταται απλώς ως φόβητρο.



Το 1850 το ποσό των συλλαμβανόμενων ακρίδων ορίζεται  στις 5 οκάδες ανά οικογένεια και οργανώνονται καλύτερα οι εξορμήσεις εξόντωσης με τη χρήση εκλογικών καταλόγων. Οι νέες εγκύκλιοι γίνονται αυστηρότερες και πιο εξειδικευμένες, αφού η εξάπλωση των ακρίδων ήταν πλέον ανεξέλεγκτη. Οι νέες συνθήκες καθιστούν αναγκαία και τη συγκρότηση Εθνοφυλακής κατά αναλογία του πληθυσμού των Δήμων του Νομού. Επίσης διευρύνεται η ηλικία των υπόχρεων συμμετοχής στην καταδίωξη από τα 18 μέχρι τα 60.



Για καλύτερη ενημέρωση των ενδιαφερόμενων από το 1867 αρχίζει και η διάθεση από τη Νομαρχία μεταφρασμένων πραγματειών περί ακρίδος, έναντι του ποσού των 5 δραχμών. Πρώτος παραγγέλων στην περιοχή ο μεγαλογαιοκτήμονας  Παπαδόπουλος.



Παρόλα αυτά οι μέθοδοι αντιμετώπισης του προβλήματος ήταν ακόμα πρωτόγονοι και βασίζονταν περισσότερο στην εμπειρία. Οι οδηγίες του Υπουργείου Γεωργίας το αποδείκνυαν: «…προς ανεύρεσιν των θέσεων ωοτοκίας δύνανται να βοηθήσωσι κατά πολύ αγέλαι χοίρων, όπου υπάρχουσι τοιαύται, η αι κινήσεις των σμηνών των κοράκων. Οι χοίροι, μόλις αντιληφθώσιν ωοθήκας τρέχουσι προς το μέρος όπου υπάρχουσι αύται και ανασκάπτουσι δια του ρύγχους των το χώμα. Επίσης κατά πάσα πιθανότητα εκεί, όπου κατέρχονται σμήνη κοράκων, υπάρχουσιν ωά ακρίδων, άτινα δύνανται να καταστραφούν επί τόπου δι΄εκσκαφής…».



Ωστόσο, πέρα από τη λήψη των κοσμικών μέτρων κρίθηκε αναγκαία η συνεπικουρία και του θείου. Η τακτική αυτή της επίκλησης των Αγίων ή της λιτάνευσης Ιερών Εικόνων προς εξάλειψη του φθοροποιού ζιζανίου της ακρίδος και «των προκυψάντων δεινών» είναι πολύ παλιά και ανάγεται από την εποχή του Οσίου Δαυίδ. Έτσι προκρίνεται η λιτάνευση της θαυματουργού εικόνας της Ευαγγελιστρίας, η οποία είχε ήδη προηγηθεί στην Ιστιαία και στην Αιδηψό.



Το 1893 στην καταπολέμηση της ακρίδος αρχίζει η χρήση του αργού πετρελαίου και σάπωνος, το οποίο προμηθεύονταν, κατόπιν παραγγελίας, από την Κεντρική Αποθήκη στον Πειραιά και αργότερα από τη Στυλίδα.



Το 1926 εμφανίζεται και το πρόβλημα των αρουραίων, όπως προκύπτει από απόφαση του Δημοτικού Συμβουλίου Λίμνης για εφαρμογή των διατάξεων του Νόμου 512 περί καταπολεμήσεως ακρίδων και αρουραίων και καταβολής των προβλεπόμενων αποζημιώσεων. Άριστο μέσο καταπολέμησης τους ήταν η στρυχνοβρώμη, η οποία ήταν πιο αποτελεσματική το χειμώνα.



Από το 1928 στην καταπολέμηση των ακρίδων αρχίζουν να χρησιμοποιούνται φλογοβόλα και νέα υλικά, όπως αρσενικώδες νάτριο, μελάσσα για την κατασκευή αρσενικομελασσούχων δολωμάτων και αλάτι, τα οποία έπρεπε να φυλάσσονται σε αποθήκη, για την οποία θα έπρεπε να εξασφαλίζουν οι Τοπικές Αρχές. Μάλιστα υποδεικνυόταν ότι το πάτωμά της έπρεπε να είναι στρωμένο με τσιμέντο ή με άλλη αδιάβροχή ύλη.



Την επόμενη χρονιά η εμφάνιση των ακρίδων είναι περισσότερο από ποτέ απειλητική. Έτσι σε επείγον τηλεγράφημα του Νομάρχη Καναβού δίνονται οδηγίες για πολιτική επιστράτευση αρρένων και θηλέων από το 18ο εως και 60ο΄ έτος ηλικίας, από τις αρχές έως τέλη Ιουνίου, και ορίζεται η ανά τριήμερο εξόρμησή τους και στα πιο απόμερα μέρη. Η υποχρεωτική εργασία λογίζεται η οκτάωρος, η οποία δεν πρέπει να υπερβαίνει τις 10 ημέρες ανά έτος και εξαιρούνται οι δημόσιοι υπάλληλοι, οι κληρικοί, οι υπηρετούντες στο Στρατό, οι υπερβαίνοντες το 60ό έτος και οι σωματικώς και διανοητικώς ανίκανοι για εργασία. Σε περίπτωση αδυναμίας συμμετοχής κάποιου ορίζεται αντισήκωμα 70 δρχ. για άντρα και 35 για γυναίκα και για τις δυστροπίες των πολιτών επιλαμβάνεται το τοπικό στρατοδικείο. Δίνονται επίσης οδηγίες σήμανσης των περιοχών, όπου χρησιμοποιούνται δηλητηριασμένα δολώματα και χορηγούνται και παρτίδες αντιδότων. Στην γενικότερη κινητοποίηση ενεργοποιούνται και τα τμήματα Ε.Ο.Ν., δηλαδή της Εθνικής Οργάνωσης Νεολαίας του δικτάτορα Μεταξά. Μετά την παρέλευση της κρίσιμης περιόδου πολλά από τα υλικά που ήταν αποθηκευμένα έβγαιναν προ πώληση σε διαδικασία πλειστηριασμού.



Το 1931 η Νομαρχία Ευβοίας κοινοποιεί εγκύκλιο προς καταστροφή των εμφανισθέντων εις την περιφερείαν αρουραίους: «…με ένα κουταλάκι του γλυκού ρίπτεται ολίγους κόκκους από το δηλητηριασμένο δόλωμα (στρυχνοσίκαλη) σε κάθε οπή, η οποία παρουσιάζεται εις τους αγρούς τους προσβεβλημένους από αρουραίους. Αργότερα τους επισημαίνεται ότι πρέπει να τοποθετούν στρυχνόσιτο μόνο εντός προσφάτων οπών προσφάτως ανοιχθησών και ουχί εντός στοών ασπαλάκων οποίων καταπολέμησις ανέφικτος. Κατόπιν φράσσεται η οπή με ένα κτύπημα του υποδήματος, ώστε οι εντός της υπογείου στοάς εγκεκλεισμένοι αρουραίοι θα φάγωσιν και θα ψοφήσουν. Προσοχήν, όμως, να μη μένουν σπόροι του δολώματος έξω της οπής και προξενήσουν δηλητηριάσεις εις την κτηνοτροφίαν και τα πουλερικά. Επίσης, να μη χρησιμοποιείται το χέρι κατά την διασποράν του δολώματος, διότι υπάρχει κίνδυνος δηλητηριάσεως, αλλά πάντοτε ένα κουταλάκι, αλλά και αν γίνει κατά λάθος επαφή να πλυθή αμέσως το χέρι με σάπωνα». Το πρόβλημα με την καταπολέμηση των αρουραίων φαίνεται να απασχολεί τις αρχές μέχρι και το 1938.



 Το 1932 τη γενική διεύθυνση της καταπολέμησης των ακρίδων ανατίθεται στον οικείο Προϊστάμενο της Γεωργικής Υπηρεσίας. Το 1948 οι πληγέντες από τα στοιχεία της φύσης βορειοευβοιώτες πλήττονται και από την έλευση ανταρτών και η περιοχή χαρακτηρίζεται ανταρτόπληκτη. Παρά τη δυσάρεστη πολιτική κατάσταση ο πόλεμος κατά της ακρίδας συνεχιζόταν αμείωτος και τις επόμενες δεκαετίες με τη χρησιμοποίηση μια νέας γενιάς πιτυρούχων  δολωμάτων, τα οποία διαβρέχονταν με εξαχλωριούχο βενζόλιο. Τελικά, από το 1991 απαγορεύτηκε η χρήση δηλητηριασμένων δολωμάτων για γενική χρήση, ίσως γιατί σήμερα εκτιμήθηκε ότι από τη γενικευμένη χρήση τους οι παράπλευρες απώλειες για τα οικοσυστήματα ήταν τεράστιες και ίσως επειδή θεωρούμε ότι ο κίνδυνος έχει παρέλθει. Όμως, πρόσφατες αναφορές από την Αυστραλία και τη Βόρεια Αφρική προειδοποιούν για επανάκαμψη του εφιάλτη.



Τώρα, η ανάμνηση της παιδικής μας ηλικίας μας παραπέμπει σε μια μορφή σκοτεινή και τερατώδη, η οποία παίρνει σάρκα και οστά στην εικόνα ενός πολύ γνωστού σε όλου μας ζώου, του λύκου. Ένα ζώο με πολύπλοκη κοινωνική συμπεριφορά και με επίπεδο νοημοσύνης ανώτερη σχεδόν από κάθε άλλο σαρκοφάγο, με το οποίο ο άνθρωπος αναμετράται από τη Νεολιθική Εποχή και, ο οποίος ευθύνεται για την εξαφάνισή του ζώου από πολλά μέρη της υφηλίου. Αυτή η εμμονή στην εξολόθρευσή του, ως υπέρτατου κακού, απαλύνεται κάπως στις γνωστές ιστορίες του Ρωμύλου και του Ρέμου, όπως και στο μυθιστόρημα του Κίπλινγκ, Μόγλης.



            Στην Ελλάδα οι λύκοι, που μέχρι το 1929 απλώνονταν σε ολόκληρη την Ελλάδα μέχρι και την Αττική, σήμερα κινδυνεύουν να χαθούν, αφού σε ολόκληρη τη χώρα με δυσκολία ξεπερνούν τους 500. Βέβαια, σήμερα έχει χαρακτηριστεί προστατευόμενο είδος, αλλά, κατά καιρούς, κάποιες μη διασταυρωμένες επιθέσεις που καταγράφηκαν σε ποίμνια στην ελληνική επαρχία οδήγησαν τις αρμόδιες αρχές σε επανασύσταση των μεθόδων δίωξης του ζώου και εξόντωσής του. Χαρακτηριστική είναι η περίπτωση των καταγγελιών που έγιναν, το χειμώνα του 1994, στην περιοχή της ορεινής Ελασσόνας, όπου η εξόντωση των λύκων αποτράπηκε από την παρέμβαση ενός τοπικού οικολογικού συλλόγου. 



Aναφορικά με την Εύβοια προξενεί εντύπωση το γεγονός ότι αποδεδειγμένα στην επικράτειά της δρούσαν σημαντικοί πληθυσμοί λύκων, οι οποίοι εξολοθρεύτηκαν σχετικά πρόσφατα (1880). Το θέμα γίνεται πιο ενδιαφέρον, αφού το είδος δεν επισημαίνεται σε κανένα νησί του Αιγαίου. Βέβαια, το γεγονός της γειτονίας της με την απέναντι ηπειρωτική ακτή δικαιολογεί την εμφάνιση του είδους στην περιοχή, αλλά αυτή θα πρέπει να έχει γίνει σε ένα πολύ απομακρυσμένο γεωλογικό χρόνο, πριν η Εύβοια αυτoνομηθεί γεωλογικά από τη Στερεά Ελλάδα και πριν εποικιστεί από την ανθρώπινη παρουσία.



             Έτσι από τη στιγμή που στον πορθμό του Ευρίπου θα αναπτύσσεται σταδιακά το πόλισμα της Χαλκίδας, η δίοδος επικοινωνίας των ντόπιων πληθυσμών των λύκων με αυτούς του ηπειρωτικού κορμού διακόπτεται. Η απομόνωση που επακολούθησε, πιθανόν, οδήγησε σε πλήρη διασπορά των εγκλωβισμένων ατόμων σε όλη την έκταση του νησιού, όπου το είδος αναγκάστηκε να δώσει την μάχη της επιβίωσής του, ίσως, και μετεξελισσόμενο σε ένα νέο υποείδος, σαφέστερα πιο μικρόσωμο του αρχικού.



                        Το πρόβλημα πρέπει να έλαβε διαστάσεις στο νησί της Εύβοιας από πολύ νωρίς, αφού, στις 29 Ιανουαρίου 1843, ο Διοικητής της σε αναφορά του προς τους Δημάρχους του νησιού τούς επιπλήττει για την μέχρι τότε απραξία τους στην αντιμετώπιση του θέματος, παρόλη την ύπαρξη πολλών κρουσμάτων επίθεσης από τα «ζωοφθόρα θηρία». Παράλληλα, τους υποδείκνυε να προβούν στην οργάνωση αποσπασμάτων εξόντωσης των λύκων, να ηγούνται προσωπικά στις εξορμήσεις, που θα επιχειρούνταν, στη διάρκεια εορτών ή αργιών και να προχωρήσουν στην επικήρυξή τους με χρηματική αμοιβή.



            Το Δημοτικό Συμβούλιο του Δήμου Αιγαίων (σημερινός Δήμος Ελυμνίων) ανταποκρινόμενο τάχιστα, στις 7 Φεβρουαρίου 1843, σε συνεδρίασή του επικρότησε τις συστάσεις του Διοικητή του νησιού και προσδιόρισε, ως αμοιβή για την εξόντωση των λύκων, τις δέκα δραχμές για κάθε ενήλικο άτομο και τις δύο δραχμές για κάθε λυκόπουλο.   



Στις 5 Μαρτίου 1843 ήρθε και η πρώτη επιτυχία. Ο Δήμαρχος Αιγαίων πληροφορούσε τη Διοίκηση Εύβοιας ότι : «Μετά την δημοσίευσιν της περί φονεύσεως των λύκων διακηρύξεώς σας ής συνδημότης μας, εκ του χωρίου Κουρκουλών ονόματι Αποστ. Αγιασοφίτης συνέλαβεν δια των θειμένων δοκάνων έναν μέγαν αρσενικόν Λύκον, και παρουσιάσας το δέρμα αυτού προς ημάς έλαβεν την αμοιβήν δραχμάς δέκα».



Το περιστατικό αυτό λειτούργησε καταλυτικά, αφού, σε νεότερη διαταγή του, ο Διοικητής της Εύβοιας, στις 7 Μαρτίου 1843, πρότεινε την κλιμάκωση των λαμβανομένων μέτρων και τη συστράτευση όλων των κατοίκων, από την ηλικία των 25 έως 50 χρόνων. Στους συμμετέχοντες, στα συνεργεία εξόντωσης των λύκων, παρεχόταν η δυνατότητα να φέρουν και οπλισμό, όμως ήταν ευθύνη του Δημάρχου να ελέγχει την απόθεσή του, για την αποφυγή καταχρήσεων, μετά το πέρας της δίωξης. Ο τελευταίος έπρεπε, μετά την παρέλευση δεκαήμερου, να ενημερώσει την εποπτεύουσα αρχή σχετικά με την αποτελεσματικότητα των ενεργειών του. Σημειώνουμε ότι στην οργάνωση των συνεργείων δίωξης ζητήθηκε και η συνδρομή του Ενωμοτάρχη της πόλης με την προσωπική του παρουσία ή με την παραχώρηση δύο ένοπλων χωροφυλάκων.



Στις 1 Ιουνίου 1843 καταγράφεται η παράδοση και άλλων λυκόπουλων : «ειδοποιούμεν την Β. Διοίκησιν Ευβοίας, ότι ης συνδημότης μας εκ της κωμοπόλεως Λίμνης, ονόματι Ιω. Πασάς εσύλαβεν δύο μικρά Λυκόπουλα μέχρι τριών μηνών και παρουσιάσας αυτά σήμερον παρ’ ημάς ζωντανά, έλαβε την αμοιβήν των δρχ. δύο δι’ έκαστον».



Η πράξη λοιπόν εξόντωσης των λύκων αναγορευόταν σε ηρωϊκή ενέργεια και καθοριζόταν η βράβευση των «φονέων» λύκων με την εξής κλιμάκωση: 10 δραχμές για τη φόνευση εγκύου λύκαινας, 8 δραχμές για μη έγκυο, 6 δραχμές για λύκο και 3 δραχμές για την εξόντωση λυκόπουλων. Η αποζημίωση δινόταν με την εμφάνιση ικανοποιητικών πειστηρίων και συντασσόταν, μάλιστα, και έκθεση η οποία περιελάμβανε το όνομα και το επώνυμο του «φονέως», την ηλικία και το γένος του «φονευθέντος» ζώου, καθώς και το ποσό του «βραβείου», το οποίο καλυπτόταν από το αποθεματικό κεφάλαιο του Δήμου.



      Αργότερα, χωρίς να αποκλείουμε και την ύπαρξη και προγενέστερων περιστατικών, έχουμε και νέα επιτυχή αποτελέσματα. Απόντος του Δημάρχου κοινοποιείται, στις 28 Απριλίου 1847, προς τη Β. Νομαρχία η περίπτωση της παράδοσης 7 ζώντων λυκόπουλων από τον επιστάτη των Ροβιών, Αθανασίου. Τα λυκόπουλα περιήλθαν στον ίδιο από μη κατονομαζόμενους κατοίκους του χωριού, οι οποίοι επιδόθηκαν αμέσως σε δίωξη των «θηρίων».



Το 1854, πιθανολογούμε, ότι εξοντώθηκαν στην περιοχή άλλα 5 «θηρία», αφού ο Νομάρχης Εύβοιας εγκρίνει πίστωση, του Δημοσυμβουλίου Αιγαίων, 30 δραχμών για την ανταμοιβή εξόντωσης των φονικότατων λύκων.



Παρά τα μέτρα και τα δελεαστικά ποσά επικήρυξης των λύκων η παρουσία τους στην περιοχή όχι μόνο δεν περιορίστηκε αλλά μάλλον αυξήθηκε. Ενώπιον της αύξησης του αριθμού των φθοροποιών λύκων συστήνεται επαγρύπνηση και έξοδος των κατοίκων στα δάση με τη χρήση μεταλλικών και άλλων «αρμόδιων μέσων».



Ενισχυτικό στοιχείο της νέας αναθέρμανσης του προβλήματος είναι ότι το ποσό, που περιλαμβανόταν σταθερά στους προϋπολογισμούς και απολογισμούς του Δήμου Αιγαίων, από το 1849 έως το 1881, καταχωρημένο στα «επίλοιπα έξοδα» «δια αμοιβήν φονευθέντων λύκων», από τις 50 ή 60 δραχμές εκτοξεύεται στις 100, 200 και 300 δραχμές μετά το 1871 και μέχρι το 1881. Στον προϋπολογισμό του επόμενου έτους δεν επισημαίνεται η από δεκαετίες συγκεκριμένη δαπάνη, γεγονός που μας οδηγεί στην παραδοχή ότι κάπου εδώ (1882) πρέπει να τοποθετηθεί και η οριστική εξάλειψη του είδους από την περιοχή.



            Βέβαια, η παρουσία του λύκου στην Εύβοια αποδεικνύεται και από πληθώρα τοπωνυμίων, τα οποία τον συμπεριλαμβάνουν λεκτικά σε διάφορες μορφές. Η τοπογραφική τοποθέτησή τους, ίσως, καταδεικνύει και τη διασπορά του ζώου σε όλο το νησί, αλλά, κυρίως, η παρουσία του επικεντρωνόταν στο κεντρικό και βόρειο τμήμα του. Είναι χαρακτηριστικό ότι στις συγκεκριμένες περιοχές βρίσκουμε και πολλά τοπωνύμια που μας παραπέμπουν συνειρμικά και σε άλλες υποθέσεις. Έτσι παρατηρούμε ότι, όπου η εμφάνιση του λύκου είναι έντονη, εκεί ανευρίσκουμε και τοπωνύμια που εμπεριέχουν και τη λέξη του πιο αγαπητού θηράματός του, του ελαφιού. Η λαογραφία, επίσης, της περιοχής φιλοξενεί σε αρκετές εκδηλώσεις της την παρουσία του λύκου, ο οποίος τροφοδοτεί τη λαϊκή ψυχή σε πολλές της εκφάνσεις ,όπως δημοτικά τραγούδια, παραμύθια, θρύλους, παροιμίες κ.ά.



Συμπερασματικά, αποδεικνύεται ότι η Εύβοια διέσωζε, μέχρι τα τέλη του 19ου αι., κυρίως μέσα στο δασοσκεπή βόρειο τμήμα της, ένα ιδιαίτερα πλούσιο οικοσύστημα, που διακρινόταν για την παρουσία τους σε αυτό μεγάλων θηρευτών, όπως σίγουρα του λύκου αλλά και ακόμα μεγαλύτερών του. Εντύπωση προκαλεί η επισήμανση τοπωνυμίων που περικλείουν το όνομα της αρκούδας, αλλά και άλλων ενδιαφερόντων ειδών από τον κόσμο της πανίδας ή πτηνοπανίδας (λύγκας, όρνια-μαυρόγυπας).



 Σήμερα απομακρυσμένοι από παλαιότερες εποχές καταμετρούμε τις απώλειες που έχουνε υποστεί σε σχέση με κάποιους πολύτιμους θησαυρούς της ελληνικής φύσης,  στην εξαφάνιση των οποίων συνειδητά ή ασυνείδητα συμβάλαμε και οι ίδιοι. Βέβαια, δεν ξέρω τι απήχηση θα είχε μια προσπάθεια επανεγκατάστασης των εξαφανισθέντων ειδών στην περιοχή, πρωτοβουλίες που εδώ και χρόνια έχουν αναλάβει με επιτυχία άλλα ευρωπαϊκά κράτη, όπως λ.χ. η Ιταλία. Ίσως, όταν ωριμάσουμε περισσότερο σαν κοινωνία και όταν διευρύνουμε την αντίληψη μας για την εθνική μας κληρονομιά, κατανοήσουμε τη σημασία τέτοιων ενεργειών που σήμερα μόνο ουτοπιστικές μπορούν να χαρακτηριστούν. Ίσως έρθει κάποτε μια εποχή που θα κοιμόμαστε περισσότερο ήσυχοι τα βράδια γνωρίζοντας ότι τα μοναδικά «θηρία» που μας απειλούν κρύβονται μέσα στα εναπομείναντα δάση της πατρίδας μας.   



Η Βόρεια Εύβοια, παρόλα αυτά, έχει το προνόμιο να διαθέτει ακόμη πολλούς θησαυρούς από τη σπάνια χλωρίδα και πανίδα της ελληνικής γης. Μάλιστα κάποια από αυτά έχουν μεγαλύτερη αξία αφού συμβαίνει να είναι και ενδημικά. Παραδόξως αν και διαθέτει καταπληκτικά οικοσυστήματα, πέρα από την προστασία της εθνικής νομοθεσίας καμιά περιοχή δεν εμπίπτει στην κατηγορία των εθνικών δρυμών και αυστηρώς προστατευόμενων περιοχών. Και όμως υγροβιότοποι όπως της Κρύας Βρύσης, ο μοναδικός ορεινός όγκος του Κανδηλίου, οι μοναδικοί ανθρωπογενούς προέλευσης εξορυκτικοί χώροι, οι οποίοι πληρώθηκαν με νερό, συνιστούν περιβάλλοντα εξαιρετικού οικολογικού, επιστημονικού και γεωλογικού  ενδιαφέροντος, αφήνονται στη τύχη τους, αλλάζουν χρήση ή μετατρέπονται σε σκουπιδότοπους.



Η ίδια απαράδεκτη κατάσταση, αν και πιο δυσδιάκριτη και ύπουλη, επισημαίνεται στην θάλασσα του Ευβοϊκού. Με την υπεραλίευση των αποθεμάτων της, τη ρύπανση από παράκτιες βιομηχανικές μονάδες, με ανενεργούς βιολογικούς καθαρισμούς των παραθαλάσσιων πολισμάτων της, με μακροχρόνια παρουσία ιχθυοτροφείων ναρκοθετείται μια περιοχή που ακόμη και τον θρυλικό εξερευνητή Κουστώ δεν άφησε ασυγκίνητο.



Και όμως σε μια περιοχή που πλέον έχει προσανατολιστεί στην ανάπτυξη του τουρισμού, θα έπρεπε η διαχείριση του περιβάλλοντος, χερσαίου και υδάτινου να αποτελεί προτεραιότητα, όπως και η διαφύλαξη ως κόρης οφθαλμού της αρτιότητας του μεγαλύτερου ενιαίου πευκοδάσους της χώρας. Ακόμη είναι ειρωνικό ότι η σημερινή χρονιά ορίστηκε από την Ε.Ε. ως έτος βιοποικιλότητας και συνοδευόταν από ένα γενναιόδωρο πακέτο υποστήριξης ανάλογων πρωτοβουλιών εκατοντάδων εκατομμυρίων ευρώ, το οποίο όμως έμεινε ανεκμετάλλευτο Πιστεύω ότι βρισκόμαστε σε μία κρίσιμη καμπή και κάτι πρέπει επιτέλους να αλλάξει…    


φωτογραφίες από την ομιλία:<br />
From Ελύμνια 2010
From Ελύμνια 2010
From Ελύμνια 2010

Δημοφιλείς αναρτήσεις από αυτό το ιστολόγιο

Μετασχηματιστές που κάνουν... ΜΠΑΜ!

Η ΔΕΗ χρησιμοποιεί στο δίκτυο της μετασχηματιστές διανομής με πλήρωση ελαίων (λαδιού), γιατί το λάδι έχει διηλεκτρικές και ψυκτικές ιδιότητες. Όταν προκληθεί εσωτερικό βραχυκύκλωμα το λάδι διασπάται σε εύφλεκτα αέρια (μεθάνιο, κτλ) και τότε δημιουργείται υπερπίεση η οποία οδηγεί σε διάρρηξη του δοχείου του μετασχηματιστή, σε ανάφλεξη των αερίων (λόγω της υψηλής θερμοκρασίας στο σημείο του βραχυκυκλώματος και της επαφής του με το οξυγόνο του αέρα) και στη συνέχεια σε έκρηξη. Το σημείο ανάφλεξης του λαδιού είναι 140 βαθμοί Κελσίου. Το λάδι δεσμεύει το νερό, για το λόγο αυτό απαιτείται θέρμανση με παράλληλη δημιουργία κενού και φυγοκέντριση του με μηχανή καθαρισμού για την αφύγρανση του. Κατά τη διαδικασία μείωσης του φορτίου ενός μετασχηματιστή, δηλαδή της συστολής του υγρού πλήρωσης, δημιουργείται συμπύκνωση υδρατμών στο δοχείο διαστολής, τους οποίους φέρνει ο αέρας που εισέρχεται σ'  αυτό μέσω του αφυγραντήρα στους μετασχηματιστές ισχύος ή του αναπνευστικού πώματο

ο δρόμος της απώλειας

του ΠΒ   στις Ροβιές οι ταμπέλες κλείνουν ένα ανοιχτό δρόμο... Φαντάσου να βιάζεσαι να προφτάσεις το φέρρυ στον Αγιόκαμπο ξεκινώντας από τη Λίμνη.Μόλις φτάσεις στη στροφή για Βουτά Ιστιαία, βλέπεις και τρελαίνεσαι, τα τόξα να σου δείχνουν υποχρεωτικά πορεία για Αιδηψό μέσω Ιστιαίας. Να γκαζώνεις στο δρόμο προς Βουτά για να κερδίσεις τον παραπάνω χρόνο που χρειάζεσαι,

Η Εκδήλωση για την ΕΛΔΥΚ στο Σπαθάρι

  της Γιάννας Κορέλη -Μπουλουγούρη φωτο Γιάννη Δραπανιώτη Το Σάββατο   14 Σεπτεμβρίου 2019 έγινε με κάθε επισημότητα   η καθιερωμένη τελετή απόδοσης τιμών στους πεσόντες αξιωματικούς και οπλίτες της Ελληνικής Δύναμης Κύπρου κατά την Τουρκική εισβολή τον Ιούλιο και Αύγουστο του 1974. Τη φετινή εκδήλωση τίμησαν με την παρουσία τους οι εξής: Ο πρέσβης   της Κυπριακής   Δημοκρατίας κ. Κενεβέζος Κυριάκος   Ο εκπρόσωπος της   Σχολής Πεζικού Χαλκίδας συνταγματάρχης κ.   Πράγιας Αντώνιος, επικεφαλής στρατιωτικής αντιπροσωπείας.    Ο εκπρόσωπος της Περιφέρειας Στερεάς Ελλάδας περιφερειακός σύμβουλος κ. Τοουλιάς Ανδρέας,     Ο   διοικητής του Αστυνομικού τμήματος Μαντουδίου     Αστυνόμος Β’ κ. Ντούλμας Δημήτριας   Ο προϊστάμενος του Λιμενικού Σταθμού Μαντουδίου   Υποπλοίαρχος Λιμενικού κ . Ζυγογιάννης Κωνσταντίνος    Ο προϊστάμενος του Πυροσβεστικού Κλιμακίου Μαντουδίου,   πυρονόμος   κ. Φίφας Αθανάσιος     Ο Δήμαρχος   Μαντουδίου-Λίμνης-Αγ. Άννας κ. Τσαπουρν