ΓΙΑΝΝΗΣ ΚΑΡΑΤΖΟΥΔΗΣ
Ένα κόσμο δικό μου έκανα
που ο έρωτας μου πεταει,
κυνηγώντας την καρδιά σου.
Ένα όνειρο που δεν ξέρω
αν το αγγίξω αλλά το βλέπω,
στους απογευματινούς περιπάτους μου
μέσα στην ομίχλη, στο ντοκο.
Καθρεπτίζετε στα ήσυχα νερά του λιμανιού,
στα κίτρινα φώτα, στον ήχο της αρβύλας,
στην βαριά ανάσα του λιμενεργάτη που μόλις
πέταξε το φορτίο από την πλάτη.
Τον ακούω στην γόβα της κοπέλας
που ψάχνει πόστο για δουλεία,
στον καντινιέρη με τα βρόμικα.
Ακούω τον τοξότη που έχει
ετοιμάσει την σαΐτα του,
να διπλοτρυπήσει με δάκρυ τις καρδιές μας.
Ποσό φλερτάρω με τους αναστεναγμούς σου,
και αυτό το τσιμεντένιο παγκάκι στο ντοκο
ποσό άβολο γίνετε ,όταν ένα δάκρυ πέφτει
στην θύμηση σου.
Και ο παφλασμός από το λαβράκι που κυνήγα
το ζωντανό δόλωμα στο λιμάνι,
η νικοτίνη είναι βαρεία και γλυκιά στην
ομίχλη μέσα στις σκέψεις μου για σένα.
Και ένα ρίγος στην ραχοκοκαλιά μου θυμίζει
το χάδι σου.
Όμορφος είναι ο ντόκος όταν έχω
την μορφή σου στο νου μου,
ακόμα και ο ήχος της μπουρού, σε μελώδια μετατρέπετε