του Γιάννη Καρατζούδη
ΣΤΟΝ ΑΣΤΕΓΟ
Στον άστεγο
λόγο σπαθί θέλω
να του δώσω,
oχι κουβέρτα.
Στον άνεργο
λόγο πνοή φωτιάς
για την ζωή θέλω
να του δώσω,
oχι ένα πιάτο φακή.
Στο κάθε φίλο μου
λόγο όπλο ανατροπής
θέλω να του δώσω.
Την ζωή τους
πίσω θέλω να τους δώσω,
την εξαθλίωση δεν πρέπει
να συντηρούμε .
Γι΄αυτό υπάρχουν
Οι πολιτικοί και οι παπάδες .
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΦΙΛΟΥΣ ΜΟΥ ΤΟΥΣ ΩΡΕΙΤΕΣ
Μες του διαύλου τα στενά
στων Ορέων τις πύλες,
εκεί που οι ταύροι δείχνανε σκυφτοί
την δύναμη τους .
Βαριά την στράτα έπαιρνε ο Γιάννης
ο αντράκλας,
απόηχε χέρια σαν κουπιά
και σβέρκο σαν τον ταύρο ,
και όπου το δίχτυ έριχνε
το έφερνε γεμάτο.
Μες του διαύλου τα στενά
στων Ωρέων τις πύλες,
μια έμορφη μικρή μελαχρινή
του έκλεισε το μάτι .
Βαριό φορτιό του φόρτωσε
του Γιάννη του αντράκλα,
απόηχε χέρια σαν κουπιά
και σβέρκο σαν τον ταύρο.
Σαράκι τρώει την ψυχή
σαράκι και το σώμα,
στο δίχτυ επάνω έλιωσε
να βλέπει μόνο την μικρή
στον ντόκο να βολτάρει .
Ο Γιάννης από τους Ωρεούς
ο Γιάννης ο αντράκλας
απόηχε χέρια σαν κουπιά
και σβέρκο σαν τον ταύρο.
Και απόηχε μια χρυσή καρδιά ,
που για ένα φιλί την χάρισε
σε μια μικρή μελαχρινή,
και έφυγε ο Γιάννης.
Μες του Διαύλου τα στενά
στων Ωρέων τις πύλες,
εκεί που οι ταύροι δείχνουνε σκυφτοί
την δύναμη τους.