Νίκος Σκουμπρής
---Μοσχάτο!!! μοσκοβολάει, απάντησε, για να με ρωτήσει αμέσως μετά, ήρθε κιόλας τσ’ Αη Σωτήρος;;;
Μοσχάτο λοιπόν. Ένα μικρό, πυκνόραγο και ταπεινό, στην εμφάνιση, σταφύλι, που στα χρόνια πριν και μετά τον πόλεμο μεγαλούργησε στην Κεράμεια, μετατρέποντας ένα μικρό χωριό, σε τοπικό παραγωγό του περίφημου Μοσχάτου κρασιού. Ένα λιαστό, γλυκό,
υψηλόβαθμο και έντονα αρωματικό κρασί.
Τελευταίοι παραγωγοί του κεραμειώτικου μοσχάτου κρασιού, οι αείμνηστοι Δημήτρης Αλεξίου (Μήτσος τσ’ Γιάννενας) και μπαρπα Χρήστος Τσαμούρας, οι οποίοι διέθεταν αμπέλια εξ’ ολοκλήρου από μοσχάτα κλήματα.
Το μοσχάτο, ωρίμαζε πολύ νωρίς, αρχές Αυγούστου. Τρυγούσαν τα σταφύλια, τ’ άφηναν κάποιες μέρες να λιαστούν και στη συνέχεια τα «πατούσαν». Το αποτέλεσμα, ένα χρυσαφένιο θεϊκό νέκταρ!! Πυκνό, υψηλόβαθμο και έντονα αρωματικό κρασί.
Ήταν τόσο δυνατό, που αν μια 5αρα τη γέμιζες με 4 οκάδες μοσχάτο, και τη 1 οκά, την «έκλεβες» με νερό, αυτός που δεν ήξερε, δεν το καταλάβαινε, μου διηγήθηκε ο Αντώνης ο
Κοντογιάννης.
Μετά τον πόλεμο ήρθε η φυλλοξήρα και τα αμπέλια του μοσχάτου που ήταν από ήμερο κλήμα, ξεράθηκαν. Και μαζί τους χάθηκε το μοσχάτο κρασί και η τέχνη παραγωγής του.
Σώθηκαν ελάχιστα κλήματα, πολύτιμα στοιχεία, μιας σπάνιας τοπικής ποικιλίας, διάσπαρτα στα παλιά αμπέλια. Αυτά τα μοσχάτα μέχρι πρόσφατα έπαιζαν το ρόλο του φαγώσιμου σταφυλιού. Πού να βρεθούν τότε, οι σημερινές «εμφανίσιμες» επιτραπέζιες ποικιλίες .
Δυο, τρία τέτοια μοσχάτα κλήματα διασώθηκαν στο αμπέλι του παππού μου, του γερο Σκουμπρή, που φυτεύτηκε το 1956 και πολύ αργότερα στα δικά μου, παιδικά χρόνια το φρόντιζε η άλλη μου γιαγιά, η Λένη η Τσαμούραινα.
Ήταν τόσο δυνατό, που αν μια 5αρα τη γέμιζες με 4 οκάδες μοσχάτο, και τη 1 οκά, την «έκλεβες» με νερό, αυτός που δεν ήξερε, δεν το καταλάβαινε, μου διηγήθηκε ο Αντώνης ο
Κοντογιάννης.
Μετά τον πόλεμο ήρθε η φυλλοξήρα και τα αμπέλια του μοσχάτου που ήταν από ήμερο κλήμα, ξεράθηκαν. Και μαζί τους χάθηκε το μοσχάτο κρασί και η τέχνη παραγωγής του.
Σώθηκαν ελάχιστα κλήματα, πολύτιμα στοιχεία, μιας σπάνιας τοπικής ποικιλίας, διάσπαρτα στα παλιά αμπέλια. Αυτά τα μοσχάτα μέχρι πρόσφατα έπαιζαν το ρόλο του φαγώσιμου σταφυλιού. Πού να βρεθούν τότε, οι σημερινές «εμφανίσιμες» επιτραπέζιες ποικιλίες .
Δυο, τρία τέτοια μοσχάτα κλήματα διασώθηκαν στο αμπέλι του παππού μου, του γερο Σκουμπρή, που φυτεύτηκε το 1956 και πολύ αργότερα στα δικά μου, παιδικά χρόνια το φρόντιζε η άλλη μου γιαγιά, η Λένη η Τσαμούραινα.
Κάθε φορά λοιπόν που ζύγωνε της Αη Σωτήρος, μ’ έβαζε η κυρά Λένη στο γαϊδούρι, στα καπούλια και πηγαίναμε στ’ αμπέλι. Δοκιμάζαμε το μοσχάτο και όταν τα σταφύλια ήταν ώριμα, τα κόβαμε. Στρώναμε αμπελόφυλλα στον πάτο του κοφινιού, τα τοποθετούσαμε με προσοχή για να μην λιώσουν και τα φέρναμε στο σπίτι. Ακόμη θυμάμαι τη χαρά και το καμάρι, όταν καθόμασταν στην αυλή, κάτω απ’ τη μεγάλη μουριά, γιαγιά κι εγγονός και τρώγαμε τα πρώτα σταφύλια της χρονιάς, τα μοσχάτα.
Πολλά, πολλά χρόνια μετά, ο πατέρας μου, έφερε μερικά κοντύλια στο Μαντούδι και από αυτά έβαλα κι εγώ 3 ρίζες στο αμπέλι που φύτεψα. Κι όντως μοιάζουν παράταιρα και μειονεκτούν οπτικά, ανάμεσα στα εντυπωσιακά και εμφανίσιμα, διπλανά τους, επιτραπέζια σταφύλια. Κι όταν ένας φίλος που δεν ήξερε, μου πρότεινε να τα βγάλω και να τα αντικαταστήσω με σταφύλια σαν τα «άλλα», τα «ωραία», του εξήγησα ότι στα μοσχάτα μου ζει ο παππούς μου ο Νίκος, βλέπω τις γιαγιάδες μου να με κρατούν – παιδάκι - απ’ το χέρι, είναι οι παιδικές μου μνήμες και η ιστορία του τόπου μου.
Κι έτσι κάθε Αύγουστο, μπρός – πίσω της Αη Σωτήρος, που γίνονται τα μοσχάτα μου, τα μοιράζομαι μ’ αυτούς που ξέρουν: πρώτα φέρνω στη γιαγιά μου τη Λένη, μετά στη θειά μου τη Μόρφω που φύτεψε μαζί με τον πατέρα της και τ’ αδέρφια της τ’ αμπέλι μας στην Κεράμεια, και τα υπόλοιπα τα απολαμβάνω με τα παιδιά μου και φίλους που μπορούν να καταλάβουν την Αξία τους!