Μετάβαση στο κύριο περιεχόμενο

παρουσίαση βιβλίου στο Πήλι

Πραγματοποιήθηκε χτες η παρουσίαση του Βιβλίου "Λευκολίθου Ευβοϊκά
Δρώμενα" στο Πήλι, με πρωτοβουλία του Πολιτιστικού Συλλόγου
"Εναέριος". Η εκδήλωση, κόντρα στην κακοδαιμονία και την έκπτωση των
αξιών της εποχής μας, πέτυχε το στόχο να επαναφέρει μνήμες, να
ευαισθητοποιήσει, να εξεγείρει συνειδήσεις και να συγκινήσει τους
λίγους αλλά εκλεκτούς παρευρισκομένους. Συγχαρητήρια σε όλους...
Για τον έχοντα ζήλο παρατίθεται και το κείμενο του ομιλητή.

…θα επιχειρήσουμε να ρίξουμε φως σε κάτι που μας φαίνεται οικείο χωρίς
όμως να το γνωρίζουμε επαρκώς και ταυτόχρονα να ανασύρουμε μνήμες από
την περίοδο της μεταλλευτικής φρενίτιδας, που σημειώθηκε στη Βόρεια
Εύβοια στη διάρκεια του 19ου και 20ου αιώνα. Θεωρείστε, επίσης, την
σημερινή εκδήλωση ως εκδήλωση τιμής σε όλους αυτούς του σκαπανείς της
ελληνικής μεταλλείας και σαν μια ευκαιρία προβολής ενός ιδιαίτερα
σημαντικού ιστορικού χρονικού, το οποίο μέχρι σήμερα έχουμε απαξιώσει
και ίσως μελλοντικά πρέπει να επανορθώσουμε για την κακομεταχείρισή
του. Γιατί πρόκειται για μια τεράστια κληρονομιά, που αναζητά ακόμα
της αποδοχή της από τους φυσικούς αποδέκτες της, δηλαδή και από εσάς.
Το παρόν βιβλίο είναι κατάληξη μια δεκαετούς ερευνητικής προσπάθειας,
η οποία ξεκίνησε με Προγράμματα Περιβαλλοντικής Εκπαίδευσης στα
σχολεία της περιοχής που υπηρετούσα, με σειρά άρθρων για το θέμα στον
τοπικό και εθνικό τύπο, σειρά ομιλιών και εισηγήσεων σε εκδηλώσεις και
συνέδρια και τέλος με την εκπόνηση διδακτορικής διατριβής στο Ελεύθερο
Πανεπιστήμιο Βερολίνου το 2008 με θέμα: «Η εξορυκτική και μεταλλευτική
δραστηριότητα του μαγνησίτη-λευκολίθου στη Βόρεια Εύβοια κατά το 19ο
και 20ό αιώνα, επι τη βάσει αρχειακών πηγών». Ο τελευταίος
Πανεπιστημιακός Φορέας, από τους αξιολογότερους στην Ευρώπη, πιστεύω
ότι είναι ο καλύτερος εγγυητής για τη διαρκή προβολή των μεταλλευτικής
παράδοσης της Βόρειας Εύβοιας, αφού εσαεί θα φιλοξενεί την εργασία
στην Ιστοσελίδα του Πανεπιστημίου, όπου ήδη γνωρίζει μεγάλη
επισκεψιμότητα.
Το βιβλίο Λευκολίθου Ευβοϊκά Δρώμενα αποτελεί πιστή εκδοτική ανατύπωση
της διδακτορικής μου και φυλλομετρά 436 σελίδες με την ακόλουθη
διάρθρωση: Ο πρόλογος του συγγραφέα και η εισαγωγή του Βιβλίου.
Ακολουθεί μια σύντομη Ιστορική Αναδρομή στην οποία αναδεικνύεται η
ιδιαίτερη φυσιογνωμία των οικιστικών κέντρων της περιοχής.
1ο κεφάλαιο : Παρουσιάζονται τα Μεταλλεία της κοινότητας Λίμνης
2ο Κεφάλαιο: Παρακολουθείται η εκμετάλλευση των μεταλλευτικών χώρων
της Ιεράς μονής Γαλατάκη.
3ο Κεφάλαιο: Καταγράφονται  οι μεταλλευτικές δραστηριότητες στη
γειτονική περιοχή του Μαντουδίου και Προκοπίου.
4ο Κεφάλαιο: Καταδεικνύεται η ιδιαιτερότητα της Λίμνης ως "πολίσματος"
το οποίο φέρει μοναδικά πολιτιστικά και οικονομικά χαρακτηριστικά.
5ο Κεφάλαιο: Αποτιμώνται συνολικά τα εξορυκτικά δρώμενα που
διαδραματίστηκαν στην περιοχή της Βόρειας  Εύβοιας.
Ακολουθούν τα συμπεράσματα και ένα εκτενές παράρτημα με ορυκτολογικά,
ιστορικά και περιβαλλοντικά στοιχεία, στατιστικούς πίνακες, τη
συνέντευξη του Μιχάλη Σκαλιστήρη, σκαριφήματα, φωτογραφίες και το
ευρετήριο.
Τέλος στο συμπληρωματικό παράρτημα παρατίθεται  η περίληψη της
εργασίας στη Γερμανική Γλώσσα.
 Ο μαγνησίτης λίθος ή λόγω του λευκού χρώματός του – λευκόλιθος-
αποτελεί το βασικό ορυκτό για την παραγωγή μαγνησίου, χημικό στοιχείο
με πυρίμαχες ιδιότητες του οποίου οι εφαρμογές και οι χρήσεις
διατρέχουν και ικανοποιούν ένα μεγάλο φάσμα κοινών-οικιακών και
σύγχρονων βιομηχανικών αναγκών. Ειδικά οι μεταποιημένες μορφές με
φρύξη του ευβοϊκού λευκόλιθου, δηλαδή η καυστική και δίπυρη μαγνησία
χρησιμοποιήθηκε κυρίως για την παραγωγή τσιμέντου και παρασκευή
πυρίμαχων τούβλων, τα οποία είναι ανθεκτικά σε πολύ υψηλές
θερμοκρασίες και ήταν ιδανικά για την κατασκευή καμίνων χύτευσης
σιδήρου. Ως βιομηχανικό ορυκτό δεν απαντάται στη διάρκεια της
αρχαιότητας αλλά είναι προϊόν των μεταλλουργικών επιτευγμάτων της
βιομηχανικής επανάστασης. Στην Ελλάδα κοιτάσματα του απαντώνται σε
αρκετές περιοχές, όπως στη Χαλκιδική, Λέσβο αλλά κυρίως στη Βόρεια
Εύβοια, όπου αξιολογούνται παγκοσμίως ως κορυφαίας ποιότητας. Η
μεταλλειοφορία του λευκόλιθου αναπτύσσεται σε δύο ζώνες: την ανατολική
και τη δυτική ζώνη με κυριότερα μεταλλεία στις θέσεις Αρχάγγελος, Ψηλή
Ράχη, Κάκαβος, Αγία Τρίτη και αργότερα στο Παρασκευόρεμα και Γερόρεμα.
Το μέγεθος και η διάρκεια των εξορυκτικών και μεταλλουργικών εργασιών,
οι οποίες έλαβαν χώρα στην περιοχή της Βόρειας Εύβοιας, νομιμοποιούν
την ένταξη της περιοχής στους σημαντικότερους μεταλλευτικούς τόπους
της Ελλάδας, όπως το Λαύριο, η Μήλος και η Σαντορίνη.
Η σύνδεση της περιοχής με το λευκόλιθο ξεκινά λοιπόν σχεδόν αμέσως με
την εθνική μας ανεξαρτητοποίηση και έχει σχέση με το ιδιοκτησιακό
καθεστώς που ίσχυσε για την περιοχή και ιδιαίτερα με την επισήμανση
της μεγάλης γαιοκτησίας. Πως όμως αυτή προέκυψε;  Ενώ για την υπόλοιπη
Ελλάδα προβλέφθηκε η «επαναστατικώ δικαίω» παραχώρησή της στους
επαναστατημένους Έλληνες, για την Εύβοια δεν ίσχυσε το ίδιο, αλλά
δόθηκε η δυνατότητα στους Τούρκους Μπέηδες να την πουλήσουν. Στην
πλειστηριακή διαδικασία πώλησης οι κάτοικοι της Βόρειας Εύβοιας
βρίσκονταν σε μειονεκτική θέση, καθώς είχαν να αντιμετωπίσουν
έμπειρους και ισχυρούς ανταγωνιστές, οι οποίοι δεν ήταν άλλοι από τους
Έλληνες κεφαλαιούχους και ξένους ευνοούμενους του ελληνικού κράτους.
Μεταξύ αυτών ο Φέλεμπεργκ , ο Κάρλ Μύλλερ, ο Χένρυ Νόελ και οι Έλληνες
Εμμανουήλ Τομπάζης, ο Βασίλειος Βουδούρης και Αυγερινός Αβέρωφ. Ένας
από αυτούς ο Κάρλ Μύλλερ (Κarl Müller) εμφανίζεται επίσημα, μετά το
1841, ως συνιδιοκτήτης μαζί με τον Έντουαρτ Νόελ (Edward Noel) του
μεγαλύτερου τμήματος της περιοχής του Κηρέα. Το όνομά του έχει
συσχετιστεί με την ανακάλυψη του ορυκτού πλούτου της περιοχής, αφού,
όπως είναι αποδεκτό μέχρι σήμερα, ήταν αυτός που πρώτος στέλνει
δείγματα αυτού του λευκού ορυκτού για εξέταση στην Ελβετία. Η απάντηση
ήταν αναπάντεχη, αφού ουσιαστικά πληροφορούνται ότι ένας θησαυρός ήταν
θαμμένος κάτω από τα δάση της περιοχής. Στη συνέχεια οι Noel και
Müller, έχτισαν μια αποθήκη στο Πελέκι, στη θέση Μαγαζί, όπου
τοποθετείται η αρχαία Κήρινθος, και εκεί μετέφεραν με βοϊδάμαξες «τον
ασπρόλιθο». Από κει φορτωνόταν σε καλάθια μέσα στα πλοία που περίμεναν
στο μικρό λιμάνι από κάτω, που τώρα έχει μπαζωθεί από τον Ποταμό
Βούδουρο, ο οποίος εκβάλλει στο Αιγαίο Πέλαγος. Ο γείτονας, Βασίλης
Βουδούρης, που διατηρούσε τα δικαιώματα του «ασπρόλιθου» στην περιοχή
του Μαντουδίου, μετέφερε τα δικά του ορυκτά από το μικρό λιμάνι στο
Κυμάσι, όπου φορτώνονταν πάνω σε μαούνες, που μετέφεραν το υλικό στα
αγκυροβολημένα στον κόλπο πλοία.
Η παρουσία τόσων πολλών εύπορων βορειοευρωπαίων μεγαλοκτηματιών και
ιδιαίτερα ελβετικής καταγωγής στη Βόρεια Εύβοια αποτελεί ένα γεγονός
όχι συγκυριακό. Σίγουρα, οι συνθήκες οι οποίες είχαν διαμορφωθεί στην
περιοχή, αμέσως μετά την ανεξαρτητοποίηση του Ελληνικού Κράτους,
αποτελούσαν μια απροσδόκητη ευκαιρία για να δημιουργήσουν το δικό τους
μέλλον. Πρέπει, όμως,  εκτός από τα οικονομικά τους συμφέροντα να τους
εντυπωσίασε και το θαυμάσιο τοπίο της Βόρειας Εύβοιας, το οποίο σε
πολλούς θύμιζε την πατρίδα τους. Ελβετός εξάλλου ήταν και ο Ιάκωβος
Στάϊγγερ, στον οποίο αποδίδεται και η ίδρυση της Αγγλογκρήκ ή
Αγγλοελληνικής Εταιρείας, για την οποία θα κάνουμε τώρα ειδική
αναφορά, αφού τα περισσότερα βιομηχανικά κτίρια και κατασκευές που
επισημαίνονται και στην περιοχή του Πήλι και του Ατάλαντου ανάγονται
σε αυτήν.
Η συγκεκριμένη εταιρεία, τον Οκτώβριο του 1902, εξαγοράζει τα
μεταλλευτικά δικαιώματα της Εταιρείας «Πέτριφάϊτ Λίμιτεδ», ελβετικών
συμφερόντων, και εγκαινιάζει την περίοδο των εντατικότερων και
μακροβιότερων εξορυκτικών εργασιών, οι οποίες αναπτύχθηκαν στην
ευρύτερη περιοχή, μέχρι την έναρξη του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου. Η ίδια
εταιρεία προβαίνει και σε μερικούς νεωτερισμούς: συγκεκριμένα
χρησιμοποιεί εκτός από την επιφανειακή και την υπόγεια εξόρυξη και
κατοχυρώνει πανελλαδικά το μονοπωλιακό δικαίωμα παραγωγής
μεταποιημένων μορφών του λευκόλιθου, δηλαδή καυστικής και δίπυρης
μαγνησίας.
Στην παραλιακή θέση Κατούνια της Λίμνης αναπτύσσει ένα εργοτάξιο
μεταλλουργικής αξιοποίησης του λευκόλιθου, ίσως από τα μεγαλύτερα των
Βαλκανίων και υποδομές παρόμοιες με αυτές που επισημαίνονται στην
παραλία του Πήλι, σε μικρότερη όμως κλίμακα. Συγκεκριμένα αναπτύχθηκαν
πολυάριθμοι φούρνοι, αποθηκευτικοί χώροι, χώροι στέγασης του ανώτερου
και κατώτερου προσωπικού, παντοπωλείο, ιατρείο, σιδηρουργείο, άλλοι
βοηθητικοί χώροι, σκάλα φόρτωσης. Οι πιο σημαντικές όμως υποδομές
είχαν να κάνουν με τη μεταφορά του μεταλλεύματος. Συγκεκριμένα η
Αγγλογκρήκ το 1903 αναβάθμισε μια προγενέστερη  σιδηροδρομική γραμμή
τύπου «Ντεκωβίλ», δηλαδή μετρικού σιδηροδρόμου, η οποία είχε
κατασκευαστεί από το 1898, είχε μήκος 7 χιλιόμετρα και μετέφερε ωμό
λευκόλιθο από τον Κάκαβο μέχρι την παραλία των Κατουνίων. Για τις
ανάγκες της η εταιρεία παρήγγειλε ακόμα 2 ατμομηχανές από την Αγγλία,
αλλά πολύ σύντομα το 1904 περιόρισε τη χρήση τους, αφού και οι
ατμομηχανές ήταν ύποπτες για τις πολλές πυρκαγιές που σημειώνονταν
αλλά κυρίως, γιατί η ζήτηση του λευκολίθου δεν είχε προηγούμενο και η
μεταφορική δυνατότητα της Γραμμής Ντεκωβίλ είχε πλέον αγγίξει τα όρια
της. Η ακόρεστη ζήτηση της αναπτυσσόμενης ευρωπαϊκής βιομηχανίας, η
οποία είχε μετατραπεί σε πολεμική, οδήγησαν την εταιρεία στην ανάπτυξη
ενός γιγαντιαίου συστήματος εναέριας μεταφοράς του μεταλλεύματος, το
οποίο έλυσε πολλά προβλήματα και θεωρήθηκε καινοτομία σε αυτό τον
τομέα, μιας και η κίνηση γινόταν, υποβοηθούμενη, μερικές φορές, με
ηλεκτρικό ρεύμα που παρήγαγε ηλεκτρομηχανή. Μετά την κατασκευή του
εναέριου δεν μεταφέρθηκε ξανά λευκόλιθος με τις ατμομηχανές, τις
οποίες διαδέχθηκε μία πετρελαιομηχανή, η οποία κουβαλούσε μόνο διάφορα
υλικά μέχρι τον Κάκαβο.
            Ο συγκεκριμένος εναέριος ή καλωδιόδρομος ήταν του
συστήματος των τριών καλωδίων (3 rope system) και άρχισε να
κατασκευάζεται το 1904 από την Ιταλική Εταιρεία Cerreti & Tanfani
Consrtuctions. To μήκος της διαδρομής, μεταξύ των δύο τερματικών
σταθμών, Κάκαβου (φόρτωσης) και Κατουνίων (εκφόρτωσης), ήταν 7.000
γιάρδες, δηλαδή 6.819 μέτρα. Για την εξυπηρέτηση της μεταφοράς υπήρχαν
δύο καλώδια μεταφορείς μήκους 6.819 μέτρων το κάθε ένα και ο ατέρμονας
έλξης 13.638 μέτρων. Τα συρματόσχοινα αυτά ήταν κατασκευασμένα από
χάλυβα πολύ καλής ποιότητας και πλεγμένα το ένα με 19, το δεύτερο με
37 και το τρίτο με 61 τεμάχια εμπόλων.
            Στη διαδρομή του εναερίου υπήρχαν επίσης:
1.      Ένας ενδιάμεσος σταθμός στη θέση Στουρνάρα, όπου γινόταν η
ρύθμιση της έντασης των καλωδίων.
2.      Δύο υδραυλικοί ρυθμιστές ταχύτητας.
3.      46 πυλώνες. Ο μεγαλύτερος ήταν ο 17ος με ύψος 22 μέτρα και ο
μικρότερος με ύψος 4,5 μέτρα. Η μεγαλύτερη απόσταση μεταξύ δύο πυλώνων
ήταν 467 μέτρα, μεταξύ των θέσεων Αρχάγγελος και Στρογγυλή. Η
μεταφορική ικανότητα του συστήματος, με βοηθητική ηλεκτρική ιπποδύναμη
20 ίππων, ανερχόταν στους 200 τόνους ημερησίως.
4.      112 βαγονέτα».
 Στην περίπτωση του μεταλλείου της Αγγλογκρήκ στο Πήλι, οι κάδοι
κατέληγαν σε ένα μηχανισμό με τη βοήθεια του οποίου οι γεμάτοι με
λευκόλιθο κάδοι αποσυνδέονταν από το σύστημα του εναερίου, για να
συνεχίσουν την πορεία τους πάνω σε σιδηροτροχιές, αλλά και
επανασυνδέονταν άδεια πλέον, για να ακολουθήσουν την αντίστροφη πορεία
προς το ορυχείο.
Ταυτόχρονα, για να καλυφθεί η αυξημένη ζήτηση η εταιρεία απασχολούσε
μεταλλωρύχους, οι οποίοι συνέρρεαν στην περιοχή από όλη την Ελλάδα και
ιδιαίτερα από την περιοχή της Κύμης. Η βαριά φύση της εξορυκτικής
εργασίας μέσα στις γαλαρίες προσανατόλιζε την «Αγγλογκρήκ» σε επιλογή
μικρών σε ηλικία εργατών, παραβιάζοντας κάθε αρχή περί εργασιακού
δικαίου: το 21% του προσωπικού της εταιρείας ήταν ανήλικοι, ακόμα και
δεκάχρονα παιδιά κάνουν την εμφάνισή τους, ενώ οι νέοι εργαζόμενοι
μέχρι την ηλικία των 22 χρόνων αποτελούν περίπου το 59% του συνόλου
των εργαζομένων.
     Παράλληλα, με τον ανδρικό εργατικό δυναμικό γνωρίζουμε με
βεβαιότητα ότι  απασχολούνταν πολυάριθμες γυναίκες ιδιαίτερα στον
τομέα της χειροδιαλογής, για τις οποίες όμως δεν προβλεπόταν η επίσημη
καταγραφή τους στα μητρώα εργαζομένων των μεταλλευτικών εταιρειών και
ούτε τους αναγνωρίζονταν ασφαλιστικά και συνταξιοδοτικά δικαιώματα.
            Η Αγγλογκρήκ ή Αγγλοελληνική εταιρεία, η οποία διέθετε
μεταλλεία εκτός από τη Λίμνη, στο Πήλι (Αγία Τρίτη), στο Αφράτι και
στο Λευκαντί της Εύβοιας, αλλά και στη Γερακινή Χαλκιδικής, για
δεκαετίες κάλυπτε σχεδόν το σύνολο των εξαγωγών σε μαγνησιούχα ορυκτά
της χώρας μας προς την Ευρώπη και την Αμερική, απολαμβάνοντας πέρα των
άλλων προνομίων και την προστασία του Αγγλικού ναυτικού, το οποίο
εξαιρούσε τις εξαγωγές της εταιρείας, όταν κατά καιρούς επιχειρούσε
αποκλεισμό στα Ελληνικά λιμάνια. Η λειτουργία της σταμάτησε με την
έναρξη του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου, οι υποδομές της καταστράφηκαν, ενώ ο
σιδηρόδρομος και τα γιγαντιαία συστήματα μεταφοράς φορτώθηκαν σε
καράβια και ξεπουλήθηκαν για παλιοσίδερα. Έτσι ολοκληρώνεται η πρώτη
φάση των εξορύξεων  στην περιοχή με την επισήμανση ότι το 80% του
λευκολίθου, που εξήχθη προς το εξωτερικό, έγινε σε φυσική-ωμή μορφή, η
οποία είχε εξευτελιστική τιμή και τα διαφυγόντα κέρδη για την Ελληνική
Οικονομία ήταν τεράστια.
            Βέβαια, από τις αρχές του 20ου αι. παράλληλα με την
Αγγλογκρήκ δραστηριοποιούνταν στην περιοχή του Μαντουδίου-Προκοπίου
και πολλοί άλλοι Έλληνες και Ξένοι Επιχειρηματίες, όπως οι Αφοί Μάτσα,
Ο Φωκίων Νέγρης, ο Σερπιέρης, ο Λαμπρινίδης και Παπαστρατής κ.ά.
Ιδιαίτερη σημασία έχει η «Α.Ε. Εταιρεία Δημοσίων και Δημοτικών Έργων»
του Φωκίωνα Νέγρη, η οποία το 1907 συγχωνεύεται με την Α.Ε.
Επιχειρήσεων εν Ελλάδι. Το 1947 η εταιρεία περιέρχεται στο
«Συγκρότημα-Όμιλο Σκαλιστήρη» και σταδιακά θα δραστηριοποιηθεί στον
κλάδο των πυρίμαχων προϊόντων και θα αναπτυχθεί σε μια από τις
μεγαλύτερες και ποιοτικότερες παγκοσμίως. Η αρχή έγινε το 1963 με την
ανακατασκευή της καμίνου, που διέθετε η εταιρεία από το 1913, στη θέση
Φούρνοι Μαντουδίου. Σύντομα, η εταιρεία αξιοποιώντας τεχνογνωσία, η
οποία της παραχωρήθηκε από το Γερμανικό Οίκο «DIDIER WERKE»,
ολοκλήρωσε την καθετοποίηση των πυρίμαχων προϊόντων της με τη
συμπλήρωση του κυκλώματος: εξόρυξη μεταλλεύματος μαγνησίτη –
εμπλουτισμένος μαγνησίτης – δίπυρη μαγνησία – πυρίμαχοι πλίνθοι και
πυροχώματα. Όμως, η καταξίωσή της στην διεθνή αγορά επιτεύχθηκε με την
ανάπτυξη μιας ποιότητας δίπυρης μαγνησίας, κατοχυρωμένης με τη διεθνή
ονομασία MAGFLOT,, η οποία πραγματικά γινόταν ανάρπαστη.
            Σύντομα η «Α.Ε. Επιχειρήσεων εν Ελλάδι» αποτέλεσε τον
πυρήνα του «Συγκροτήματος Σκαλιστήρη»,, το οποίο διέθετε μεταλλευτικές
εγκαταστάσεις σε πολλές περιοχές της Ελλάδας και ασκούσε σχεδόν
απόλυτο έλεγχο στην παραγωγή των πυρίμαχων προϊόντων που προέρχονταν
από το λευκόλιθο. Πρόεδρος του «Συγκροτήματος Σκαλιστήρη», και
επικεφαλής στα περισσότερα Διοικητικά Συμβούλια των 8 θυγατρικών του
εταιρειών ήταν, μέχρι το θάνατό του (1967), ο Δημήτριος Μ.
Σκαλιστήρης, ενώ τον διαδέχτηκε, στην περίοδο της έντονης
μεταλλευτικής δραστηριοποίησης (1967-1983), ο γιος του Μιχάλης (ή
Μιχαήλ) Σκαλιστήρης (ημ. γεν. 1929), πολιτικός μηχανικός του
Μετσοβείου Πολυτεχνείου.
 Το 1972 η Εταιρεία μετονομάζεται σε «Α.Ε. Επιχειρήσεων Μεταλλευτικών
Βιομηχανικών και Ναυτιλιακών»  (Α.Ε.Ε.Μ.Β.Ν) ή  «FI.M.I.S.CO.»
(Financial Mining Industrial Shipping Corporation) και γιγαντώνεται.
 Το μέγεθος της ήταν τεράστιο και διέθετε πολύ μεγάλο κινητό και
ακίνητο εξοπλισμό, 5 τομείς εξόρυξης και καθετοποίηση της παραγωγής.
Στις υποδομές της εταιρείας συγκαταλέγονταν και οι λιμενικές
εγκαταστάσεις και δεξαμενές καυσίμων στην περιοχή Δαφνοπόταμος
Μαντουδίου. Η οικονομία της περιοχής αρχίζει να γνωρίζει μεγάλη άνθηση
με κορύφωση στις αρχές του 1970, οπότε οι εργαζόμενοι φτάνουν τους
5.000. Προέρχονται από τη Βόρεια και Κεντρική Εύβοια, αλλά και από
πολλά μέρη της Ελλάδας. Πολλοί από αυτούς εγκαθίστανται μόνιμα πλέον
στο Μαντούδι. Την ίδια περίοδο το χρήμα ρέει άφθονο αλλάζοντας τον
τρόπο ζωής των κατοίκων του,.
Στη διάρκεια της δικτατορίας (1967-1974) ο Μιχάλης Σκαλιστήρης φέρεται
ευνοούμενος από το καθεστώς των συνταγματαρχών, των οποίων τις
πρακτικές αναπαράγει και στην εταιρεία του. Με τη μεταπολίτευση (1974)
η «Εταιρεία Σκαλιστήρη» συνέχισε να διατηρεί τα προνόμια, τα οποία
είχε αποκτήσει κατά την εποχή της Χούντας,. Συνέχισε με την απειλή των
μαζικών απολύσεων να απολαμβάνει την υποστήριξη του κρατικού
δανεισμού, χωρίς, όμως, όπως του καταλογίζεται, να επενδύει τα
εκταμιευόμενα ποσά στον εκσυγχρονισμό του μηχανολογικού της
εξοπλισμού.
Εν τω μεταξύ, η εξόρυξη συνέχισε να έχει ληστρικό χαρακτήρα και, καθώς
συνέχισε να είναι επιφανειακή, δημιούργησε δραματικές αλλαγές στην
μορφολογία των εξορυκτικών χώρων, οι οποίοι τις περισσότερες φορές
ήταν οι ίδιοι δάση ή εντάσσονταν μέσα σε δασοσκεπασμένες περιοχές,.
Αντίθετη άποψη εκφράζει ο ίδιος ο επιχειρηματίας στην παραχωρούμενη
συνέντευξή του,, αφού υποστηρίζει ότι γνώμονας και προτεραιότητα στις
εξορυκτικές δραστηριότητες της εταιρείας του ήταν η σωστή εκμετάλλευση
και διαχείριση των αποθεμάτων λευκόλιθου της περιοχής. Αυτή η πολιτική
συνετής εκμετάλλευσης των εγχώριων αποθεμάτων υλοποιούνταν στα
εργοστάσια εμπλουτισμού του μεταλλεύματος, όπου η εφαρμογή σε αυτά
νέων ευρεσιτεχνικών μεθόδων και τεχνολογιών παρείχαν τη δυνατότητα
λήψης του μαγνησίτη και από φτωχότερα μεταλλεύματα, τα οποία μέχρι
τότε δεν είχαν οικονομκό ενδιαφέρον. Ό όγκος της μετακινηθείσας γης
κατά την πενταετία 1967-1972 ήταν ασύλληπτος: θα χρειαζόταν μια
φάλαγγα εμφόρτων αυτοκινήτων των 15 τόνων, μήκους ίσου προς την
περίμετρον της γης.
Στο μεταξύ, ήδη από τα μέσα της δεκαετίας του 1970, εμφανίζονται τα
πρώτα σημάδια κρίσης των μεταλλείων. Η διεθνής κάμψη της χαλυβουργίας,
του βασικότερου τομέα απορρόφησης των πυρίμαχων προϊόντων και το
άνοιγμα των ευρωπαϊκών αγορών σε χώρες με χαμηλότερο κόστος παραγωγής
(Κίνα, Ν. Κορέα), οδηγούν προοδευτικά τον κλάδο σε συρρίκνωση. Το
Μάρτιο του 1976 ξεσπά στο Μαντούδι μια από τις μεγαλύτερες απεργίες
της μεταπολίτευσης, αφού οι εργαζόμενοι, έπειτα από εργατικές
συνελεύσεις, αντέδρασαν στις μαζικές απολύσεις των τελευταίων δύο
χρόνων με δυναμικές κινητοποιήσεις, οι οποίες διήρκεσαν 40 περίπου
ημέρες.
Στη συνέχεια, η εταιρεία περιέστειλε και την εφαρμογή του αναπτυξιακού
της προγράμματος για την περίοδο 1976-1979, αφού σταδιακά άρχισε να
έχει οικονομικά προβλήματα και έπρεπε, προκειμένου να επιβιώσει και να
σταθεί όρθια στον διεθνή ανταγωνισμό, να προχωρήσει σε περιστολή του
εργατικού της δυναμικού. Όμως, η κακή οικονομική κατάσταση της
εταιρείας επιδεινώθηκε, μετά την επίσκεψη κορυφαίων πολιτικών
παραγόντων το Φθινόπωρο του 1983 και ο ίδιος ο Μιχάλης Σκαλιστήρης
δήλωσε αδυναμία για να ανταποκριθεί στις οικονομικές απαιτήσεις
τρίτων. Η εταιρεία, ουσιαστικά, τελούσε υπό διάλυση και αδυνατούσε να
καλύψει τις οικονομικές της υποχρεώσεις.  Ο Μιχάλης Σκαλιστήρης
εγκαταλείπει οριστικά την περιοχή μέσα σε μια διάχυτη, στο χώρο των
εργαζόμενων, φημολογία οικονομικών ατασθαλιών, στις οποίες πίστευαν
ότι είχε συμμετοχή και η εταιρεία, και περνά στην εποπτεία του Ο.Α.Ε.
(Οργανισμός Ανασυγκρότησης Επιχειρήσεων), με χρέη που προσέγγιζαν τα
11,5 δισ. δραχμές και ουσιαστικά κοινωνικοποιείται.
Στα εννιά χρόνια που ακολούθησαν επαναπροσλήφθηκαν μόνο 3.500 από τους
5.000 εργαζόμενους, οι οποίοι και αυτοί, το 1992, απολύθηκαν με την
πολιτική απόφαση της οριστικής παύσης της εταιρείας, η οποία είχε
αυξήσει τα χρέη της στα 60 δισ. δρχ., και της διάλυσης του Ο.Α.Ε. Με
το κλείσιμο της «FI.M.I.S.CO.» ο ελληνικός μαγνησίτης γνώρισε μια
δύσκολη περίοδο. Η βιομηχανία των πυρίμαχων, η οποία στο μεγαλύτερο
μέρος της ήταν εξαγωγική, συρρικνώθηκε σημαντικά, αφού η εταιρεία
απασχολούσε το 75% των εργαζόμενων στον κλάδο. Στο τέλος του 1996 σε
ευνοϊκότερο, πλέον, περιβάλλον τελεσφορεί η προσπάθεια ιδιωτικοποίησης
της «FI.M.I.S.CO.», καθώς τα εγκαταλελειμμένα μεταλλεία της και το
εργοστάσιό της στη Βόρεια Εύβοια τίθενται υπό καθεστώς εκκαθάρισης και
εξαγοράζονται από μια κοινοπραξία, γνωστή με το όνομα «V(B)iomagn». Η
βραχύβια, όμως, λειτουργία της επιχείρησης δεν έλυσε το πρόβλημα της
ανεργίας στην περιοχή, αφού η ίδια προσέλαβε μόνο 400 εργαζόμενους,
παρόλο που στον πρώτο χρόνο λειτουργίας της πέτυχε ένα κύκλο
εργασιών-τζίρο που ξεπερνούσε τα 2,6 δισ. δρχ. Τον Απρίλιο του 1999
προέβη σε αναστολή πληρωμής των εργαζομένων της, ενώ στις αρχές
Δεκεμβρίου 1999 έγινε δεκτή από την Κυβέρνηση η αίτησή για οριστική
διακοπή των εργασιών της.
Από τότε η περιοχή Μαντουδίου χαρακτηρίζεται θύλακας ανεργίας, το
ποσοστό της οποίας ανέρχεται σήμερα στο 75%.
Η υπόθεση των μεταλλείων για την περιοχή παραμένει πιστεύω ανοικτή. Η
ποιότητα του ευβοϊκού λευκόλιθου και τα τεράστια αποθέματά του
εγγυούνται μια μελλοντική επανέναρξη των εξορύξεων αλλά πιο
λελογισμένη και επιλεκτική, και από ότι πληροφορούμε κάτι τρέχει αυτή
την περίοδο. Όμως τα μεταλλεία μάς έχουν κληροδοτήσει ήδη μια
κληρονομιά πανέμορφων χώρων, οι οποίοι θα πρέπει να καταγραφούν, να
συντηρηθούν και να αναδείξουν την περιοχή σε κορυφαίο προορισμό του
διαρκώς αναπτυσσόμενου περιηγητικού ιστορικού τουρισμού. Δυστυχώς,
πολλές από τις εγκαταστάσεις-υποδομές έχουν καταστραφεί παραμένοντας
ασυντήρητες, άλλες ισοπεδώθηκαν για νέες κατασκευές, άλλες αγοράστηκαν
ή ανταλλάχτηκαν με ιδιώτες. Πιστεύω ότι είναι καιρός να περισωθεί ότι
είναι δυνατόν και επιτακτικά να ζητηθεί από τους κατοίκους της
περιοχής η αξιοποίηση κάποιας παλαιάς κατασκευής για τη δημιουργία
ενός ας το ονομάσουμε Ινστιτούτου Ανάδειξης της Μεταλλευτικής
Κληρονομιάς της Βόρειας Εύβοιας. Και πιστεύω ότι εσείς οι κάτοικοι του
Πήλι έχετε την ευκαιρία να πράξετε αυτό που οι άλλοι συντοπίτες σας
δεν έχουν επιτύχει και μην επαναπαύεστε στην εντύπωση ότι η ανακήρυξή
τους σε διατηρητέα μνημεία βιομηχανικής κληρονομιάς εξασφαλίζει τη
προστασία και την αξιοποίησή τους, Μάλιστα, εν όψει και της νέας
διοικητικής μεταρρύθμισης θα έπρεπε οι προκύψαντες συνδυασμοί στα
προγράμματά τους να τοποθετηθούν επί του θέματος.
Το θέμα των Μεταλλείων είναι πολυσύνθετο και διεπιστημονικό και δεν
εξαντλείται στο ελάχιστο με μία ομιλία όπως η σημερινή. Ενδεικτικά
αναφέρω και την περιβαλλοντική και οικολογική διάσταση των εξορυκτικών
χώρων, αφού σε πολλά σημεία οι εξορυκτικές λεκάνες έχουν μετατραπεί σε
λίμνες από την εκτόνωση του υπόγειου υδροφόρου ορίζοντα. Στις περιοχές
αυτές η φύση έχει κάνει την καλύτερη περιβαλλοντική αποκατάσταση και
γενναιόδωρα μας προσφέρει ένα μεγάλο φυσικό και υδροδυναμικό κεφάλαιο
για να διαχειριστούμε για ένα καλύτερο μέλλον.
Θεωρώ ότι η ανάγκη διατήρησης της βιομηχανικής κληρονομιάς δεν
απευθύνεται μόνο στη ρομαντική διάθεση παλαιότερων γενεών που βίωσαν
στους χώρους αυτούς την σκληρή πραγματικότητα της μεταλλευτικής
εργασίας. Ούτε ότι ένα μεγάλο μέρος του πληθυσμού της Βορειοκεντρικής
Εύβοιας δεν έχει καμιά συναισθηματική και ιστορική ανάμειξη με τα
μεταλλεία. Η προσωπική μου εμπειρία μέσα από εκδηλώσεις, συνεντεύξεις,
συνέδρια και τη διάθεση του βιβλίου με οδηγεί να σας βεβαιώσω ότι το
θέμα των μεταλλείων της Βόρειας Εύβοιας ενδιαφέρει πολλούς ανωνύμους
και επωνύμους μικρούς και μεγάλους. Αυτή τη φορά δεν πρέπει να τους
απογοητεύσουμε.

Δημοφιλείς αναρτήσεις από αυτό το ιστολόγιο

Μετασχηματιστές που κάνουν... ΜΠΑΜ!

Η ΔΕΗ χρησιμοποιεί στο δίκτυο της μετασχηματιστές διανομής με πλήρωση ελαίων (λαδιού), γιατί το λάδι έχει διηλεκτρικές και ψυκτικές ιδιότητες. Όταν προκληθεί εσωτερικό βραχυκύκλωμα το λάδι διασπάται σε εύφλεκτα αέρια (μεθάνιο, κτλ) και τότε δημιουργείται υπερπίεση η οποία οδηγεί σε διάρρηξη του δοχείου του μετασχηματιστή, σε ανάφλεξη των αερίων (λόγω της υψηλής θερμοκρασίας στο σημείο του βραχυκυκλώματος και της επαφής του με το οξυγόνο του αέρα) και στη συνέχεια σε έκρηξη. Το σημείο ανάφλεξης του λαδιού είναι 140 βαθμοί Κελσίου. Το λάδι δεσμεύει το νερό, για το λόγο αυτό απαιτείται θέρμανση με παράλληλη δημιουργία κενού και φυγοκέντριση του με μηχανή καθαρισμού για την αφύγρανση του. Κατά τη διαδικασία μείωσης του φορτίου ενός μετασχηματιστή, δηλαδή της συστολής του υγρού πλήρωσης, δημιουργείται συμπύκνωση υδρατμών στο δοχείο διαστολής, τους οποίους φέρνει ο αέρας που εισέρχεται σ'  αυτό μέσω του αφυγραντήρα στους μετασχηματιστές ισχύος ή του αναπνευστικού πώματο

ο δρόμος της απώλειας

του ΠΒ   στις Ροβιές οι ταμπέλες κλείνουν ένα ανοιχτό δρόμο... Φαντάσου να βιάζεσαι να προφτάσεις το φέρρυ στον Αγιόκαμπο ξεκινώντας από τη Λίμνη.Μόλις φτάσεις στη στροφή για Βουτά Ιστιαία, βλέπεις και τρελαίνεσαι, τα τόξα να σου δείχνουν υποχρεωτικά πορεία για Αιδηψό μέσω Ιστιαίας. Να γκαζώνεις στο δρόμο προς Βουτά για να κερδίσεις τον παραπάνω χρόνο που χρειάζεσαι,

Η Εκδήλωση για την ΕΛΔΥΚ στο Σπαθάρι

  της Γιάννας Κορέλη -Μπουλουγούρη φωτο Γιάννη Δραπανιώτη Το Σάββατο   14 Σεπτεμβρίου 2019 έγινε με κάθε επισημότητα   η καθιερωμένη τελετή απόδοσης τιμών στους πεσόντες αξιωματικούς και οπλίτες της Ελληνικής Δύναμης Κύπρου κατά την Τουρκική εισβολή τον Ιούλιο και Αύγουστο του 1974. Τη φετινή εκδήλωση τίμησαν με την παρουσία τους οι εξής: Ο πρέσβης   της Κυπριακής   Δημοκρατίας κ. Κενεβέζος Κυριάκος   Ο εκπρόσωπος της   Σχολής Πεζικού Χαλκίδας συνταγματάρχης κ.   Πράγιας Αντώνιος, επικεφαλής στρατιωτικής αντιπροσωπείας.    Ο εκπρόσωπος της Περιφέρειας Στερεάς Ελλάδας περιφερειακός σύμβουλος κ. Τοουλιάς Ανδρέας,     Ο   διοικητής του Αστυνομικού τμήματος Μαντουδίου     Αστυνόμος Β’ κ. Ντούλμας Δημήτριας   Ο προϊστάμενος του Λιμενικού Σταθμού Μαντουδίου   Υποπλοίαρχος Λιμενικού κ . Ζυγογιάννης Κωνσταντίνος    Ο προϊστάμενος του Πυροσβεστικού Κλιμακίου Μαντουδίου,   πυρονόμος   κ. Φίφας Αθανάσιος     Ο Δήμαρχος   Μαντουδίου-Λίμνης-Αγ. Άννας κ. Τσαπουρν