ο 2ος Διάπλους Β. Ευβοϊκού Κόλπου εισάγει με πρωτόγνωρο τρόπο μια
καθαρά ελληνική αξία, αυτή της μαραθώνιας δοκιμασίας και δη στη
θάλασσα, όπου η αντοχή του σώματος και της ψυχής δοκιμάζονται στο
έπακρο. Η ναυτική παράδοση των Ελλήνων είναι αδιαμφισβήτητη αλλά
τι γίνεται με τις κολυμβητικές τους ικανότητες; Το ακόλουθο άρθρο μας
διαφωτίζει για τις εθνικές μας επιδόσεις:
Η ΚΟΛΥΜΒΗΣΗ ΣΤΗΝ ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΑΔΑ
Δημοφιλές
λαϊκό άθλημα όχι όμως επίσημα Ολυμπιακό
Η Κολύμβηση, δημοφιλές λαϊκό άθλημα,
ιδιαίτερα αυτήν την εποχή και παράλληλα από τα πιο σημαντικά και ελκυστικά του
ολυμπιακού προγράμματος, έχει βαθιές ρίζες στην Αρχαία Ελλάδα, αλλά
και σε
άλλους λαούς (Αιγυπτίους, Ασσυρίους, Βαβυλωνίους κ.ά.) με πεδίο δράσης, ακόμη
και για πολεμικούς σκοπούς, τα ποτάμια, όπως ο Νείλος και ο Ευφράτης. Αλλά στην
Αρχαία Ελλάδα, όπως μας ενδιαφέρει το σημερινό ταξίδι στον χρόνο, ήταν όχι μόνο
αναγνωρίσιμο, αλλά και θεωρούνταν ως στοιχείο παιδείας, ακόμη και κοινωνικής
καταξίωσης. Όποιος ήξερε κολύμβι ήταν κάτοχος ακόμη ενός στοιχείου κοινωνικής
υπεροχής.
Είναι γνωστή η κλασσική φράση: «Ο μη
επιστάμενος-δηλαδή αυτός που δεν γνωρίζει-μήτε ΝΕΙΝ- να κολυμπά, μήτε ΓΡΑΜΜΑΤΑ,
απαίδευτος εστί και βάρβαρος…
Σημασία έχει ότι ενώ υπάρχουν πλείστα
δείγματα της κολυμβητικής δεινότητας των Αθηναίων-ως στοιχείο της όλης Παιδείας
του νέου-και των Σπαρτιατών-ως «όπλο και πολεμικό» με άσκηση στον Ευρώτα
ποταμό-καθώς και σε άλλες περιοχές όπου «οι παρά την θάλασσαν οικούντες»
γνώριζαν και χαιρόντουσαν το κολύμπι, στο ολυμπιακό πρόγραμμα δεν είχε
συμπεριληφθεί το «νήχειν», αλλά ούτε και αγώνες έστω και τοπικού χαρακτήρα
γινόντουσαν, εκτός από σπανιότατες περιπτώσεις που έχουν διασωθεί.
Παρά το γεγονός ότι οι αρχαίοι
Έλληνες αναπτύξανε την τέχνη της κολύμβησης και ήταν ικανότατοι κολυμβητές,
ελάχιστα είναι τα στοιχεία που έχουμε για τη διεξαγωγή κολυμβητικών αγώνων. Από
τα γραπτά έχουμε την περιγραφή μιας και μοναδικής περίπτωσης , όπου γίνονταν
κάθε χρόνο στην Ερμιόνη (Αργολίδας) αγώνες προς τιμήν του θεού Διονύσου του
Μελαναίγιδου. Το αγωνιστικό πρόγραμμα περιλάμβανε εκτός των άλλων και
κολυμβιτικούς αγώνες που τους αποκαλούσαν Άμμιλα.
ΧΑΡΑΚΤΗΡΙΣΤΙΚΑ ΤΗΣ ΑΡΧΑΙΟΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΚΟΛΥΜΒΗΣΗΣ
Πολλά και ενδιαφέροντα τα ιστορικά τεκμήρια,
που μας έχουν κληροδοτηθεί από τον αρχαίο ελληνικό αθλητικό πολιτισμό και
αναφέρονται στην κολύμβηση σε μια παράλληλη, αλλά μη συμπίπτουσα οργανωτικά,
πορεία με την Ολυμπία, αλλά και όλους τους άλλους μεγάλους αγώνες, όπως είναι
τα Παναθήναια και οι ιεροί πανελλήνιοι αγώνες στη Νεμέα, στο Ισθμό, στους Δελφούς.
Ο Ηρόδοτος φτάνει μάλλον σε κάποια
υπερβολή γράφοντας ότι οι περισσότεροι Έλληνες ήξεραν να κολυμπούν . Αλλά είναι
ισχυρή η καταγραφή του ότι στη ωαυμαχία της Σαλαμίνας ήταν σημαντικές οι
απώλειες των Ελλήνων κωπηλατών και
οπλιτών ως πληρώματα τριήρεων που βούλιαζαν από εκατόμβες των Περσών και δεν
ήξεραν να κολυμπούν. Άλλωστε, ειδικά για τους Αθηναίους ίσχυε το προαναφερθέν
περί αγράμματου και βάρβαρου αυτού που δεν ήξερε γράμματα ούτε κολύμπι…
Η θάλασσα ήταν το κολυμβητικό πεδίο
των Ελλήνων. Χώροι με τη δυνατότητα κολύμβησης (πισίνες) δεν υπήρχαν εκτός από
σπανιότατες περιπτώσεις. Τα ποτάμια πρόσφεραν σχετική δυνατότητα, αλλά όπως
φαίνεται μόνο οι Σπαρτιάτες, μέσα στο πλαίσιο της στρατιωτικής εκπαίδευσης και
συνεχούς ετοιμότητας, κολυμπούσαν συστηματικά στον Ευρώτα ποταμό. Στα
«Γυμνάσια» υπήρχαν ανοιχτές δεξαμενές για εξάσκηση και ψυχοσωματική απόλαυση. Ήταν
μεγάλοι λουτήρες.
Εξαίρεση του κανόνα το κολυμβητήριο
(κολυμβήθρα κατά την αρχαιοελληνική –λέξη που πέρασε στη χριστιανική διαδικασία
της βάφτισης και μεταφορικά σε άλλες περιπτώσεις και την οποία συναντάμε στα
χρόνια του Χριστού ως ιουδαϊκή εγκατάσταση) που ανακάλυψε η αρχαιολογική
σκαπάνη στην Ολυμπία. Ήταν ένα μικρό, με τα σημερινά δεδομένα των διαστάσεων,
κολυμβητήριο, πλην όμως προσφερόμενο για
άσκηση, δίχως συναγωνιστικό χαρακτήρα. Είχε μήκος και πλάτος 4,19 μέτρα, αλλά
ήταν ρηχό (1,38 μέτρα). Αλλά αυτό είναι το «μικρό εύρημα». Και να το μεγάλο:
Στην αρχαία Ολυμπία, δυτικά της
Παλαίστρας, κοντά στον Κλαδέο ποταμό, από τον οποίο το τροφοδοτείτε σε νερό,
ανακαλύφθηκε μια ορθογώνια χτιστή δεξαμενή διαστάσεων 24 μετρών μήκος και
πλάτος 16 μέτρα και αρκετό βάθος 1,60 μέτρα . Μπορούμε να μιλήσουμε για την
αρχαία πισίνα που συγγενεύει με την μεσημεριανή «πισίνα» που έχουμε από την
κλασσική Ελλάδα. (Οι Ολυμπιακοί Αγώνες στην Αρχαία Ελλάδα.
Όσον αφοράν τον τρόπο κολύμβησης,
εννοείται στη θάλασσα και σε κάποιους ποταμούς όπως ο Ευρώτας των Λακεδαιμονίων
,έμοιαζε με την ελεύθερη κολύμβηση της εποχής μας, χωρίς όμως το συστηματικό
«κρόουλ» των αγώνων. Ήταν πραγματικά ελεύθερη κολύμβηση, καθώς βόλευε
πλευσιμότητα. Κατά τους ειδικούς, τα χέρια κουνιούνταν εναλλάξ, διαγράφοντας
την διαδρομή των κουπιών (οι σχετικές εκφράσεις των αρχαίων ημών προγόνων ήταν
χείρας ερέσσων» - των ερέσσων ανάγεται στον ερέτη – κωπηλάτη- και ερετμώσαι
χείρες). Ο κορμός μαζί με το κεφάλι παρακολουθούσαν αυτήν την κίνηση με εναλλάξ
στροφές προς τη μια και την άλλη πλευρά. Τα πόδια ακολουθούσαν χτυπώντας το
νερό με μικρές κινήσεις. Υπάρχει και τεκμήριο ενωμένων ποδιών. Το κεφάλι ήταν
μόνιμα πάνω από το νερό. Τούτο είναι σαφέστατα αντίθετο με ό,τι εφαρμόζεται στο
σημερινό «κρόουλ». Κατά τους ειδικούς , με τον ίδιο τρόπο κολυμπούσαν και οι
γυναίκες.
Όλα τα υπάρχοντα γραπτά και
αρχαιολογικά ευρήματα συγκλίνουν στο ότι η κολύμβηση για τους αρχαίους Έλληνες
είχε πολλαπλό σκοπό την ψυχαγωγία και ευεξία (σωματική- ψυχική)- Μέσο επιβίωσης
σε δύσκολες στιγμές (ναυάγια, ναυμαχίες)- προπόνηση πριν αλλά και σε μεγαλύτερο
χρονικό διάστημα από τους μεγάλους αγώνες. Ενδεικτικό παράδειγμα ο πύκτης ,
ολυμπιονίκης της πυγμαχίας, Τίσσανδρος, που για να έχει ισχυρή φυσική, κατάσταση
κολυμπούσε σε μεγάλες αποστάσεις μεταξύ ακρωτηρίων της ιδιαίτερης πατρίδας του,
που ήταν η περιοχή της Νάξου και στη Σικελία (Μεγάλη Ελλάδα). Αναφορά από το
Φιλόστρατο (600π.Χ.).
Ο Αριστοτέλης θεωρούσε ότι η
κολύμβηση στο θαλασσινό νερό, ήταν πολλαπλά πιο χρήσιμη από αυτήν σε γλυκά,
ποταμίσια ή λιμναία νερά. Φυσικά είχε δίκιο ο μέγας αυτός διανοητής. Ανάμεσα
στα τόσο ιστορικά τεκμήρια που έχουν διασωθεί και περιλαμβάνονται σε αρχαία
κείμενα, επιλέγουμε τα πλέον ενδιαφέροντα ως πρακτική εφαρμογή του «νήχειν».
Αφορούν κυρίως κολύμβηση σε πολεμικές συνθήκες , αλλά δεν υπάρχει αμφιβολία ότι
οι πολεμιστές εκείνοι διαπρέπανε και εν ειρήνη. Έτσι ο Θουκυδίδης, αναφερόμενος
στα του Πελοποννησιακού πολέμου, καταγράφει περίπτωση διαφυγής με κολύμβηση του
πληρώματος αιχμαλωτισμένης από τους Λακεδαιμόνιους τριήρους, ενώ άλλο περιστατικό αφορά στην τροφοδοσία
αποκλεισμένων Σπαρτιατών από συμμαχητές τους, που κολυμπώντας υποβρυχίως
μεταφέρανε σε ασκούς νερό και ήταν ζωσμένοι με σακίδια τροφίμων.
Το όνομα Σκυλλίας αναφέρεται ευφήμως
από τον Ηρόδοτο, τον Παυσανία και τον Αθήναιο. Χαρακτηρίζεται ως «δύτης των τότε ανθρώπων άριστος». Αλλά πέραν
του χαρακτηρισμού «δύτης» ήταν και μεγάλης αντοχής κολυμβητής «ως μαραθώνιο
κολυμβητή» θα τον λέγαμε σήμερα, καθώς κάλυψε απόσταση 14 χιλιομέτρων, όσα 70
στάδια, άλλοτε στην επιφάνεια της θάλασσας και άλλοτε κάτω από αυτήν, για να
φθάσει στο Περσικό σκάφος στο οποίο υπηρετούσε ως μισθοφόρος σε ελληνική τριήρη
κατά τη ναυμαχία του Αρτεμισίου. Ο Σκυλλίας ήταν από τη Σικυώνα και προβάλλεται
ως αθλητής-πολεμιστής αλλά και ανανήψας πατριώτης. Να προστεθεί ότι δεινός
κολυμβητής ήταν και ο Οδυσσέας που χάρη στην ιδιότητά του αυτή, από τις τόσες
που είχε, κατάφερε να γλιτώσει από το ναυάγιο του πλοίου του έξω από τις ακτές
της Κέρκυρας και να βγει ημιθανής στη ξηρά όπου τον περιέθαλψαν η Ναυσικά και
οι περαπαινίδες της κοπέλες των Φαιάκων.
Λίγο πολύ όλοι ξέρουμε για τον
διάπλου του Ελλησπόντου (άθλος ανάλογος με τον διάπλου της Μάγχης) από τον
Λέανδρο για να συναντήσει την αγαπημένη του Ηρώ στην άλλη ακτή.
Ο ΛΟΓΟΤΥΠΟΣ ΤΟΥ ΣΚΥΛΛΙΑ: Στο τρίπτυχο
απεικονίζεται η επίδοση των αρχαίων Ελλήνων στην Κολύμβηση. Πρόκειται για το
μοναδικό τεκμήριο σε αγγειογραφία που βρίσκεται στο περίφημο παρισινό Μουσείο
του Λούβρου. Συχνά το θέμα αναφέρεται ως «Λουόμενες». Ωστόσο, η κίνηση της
μεσαίας είναι ολοφάνερα κολυμβητική, ενώ και η δεξιά ετοιμάζεται να πέσει στο
νερό, σε στάση «εκκίνησης». Τα ψάρια κάτω συνηγορούν ότι πρόκειται για θαλάσσιο
χώρο (εκτός αν έχουν ενταχθεί στο σύνολο ως στοιχείο διακοσμητικό). Το
πιθανότερο είναι ότι ο αγγειογράφος-κεραμίσταςδημιούργησε μια δικιά του
σύνθεση, μίγμα της κολύμβησης και του μεγάλου λουτήρα. Αριστερά η αγγειογραφία
του Λούβρου. Στο κέντρο ένα σχεδίασμα με ελευθερία απόδοσης και δεξιά το «φεγιέ»,
δηλαδή γραμματόσημο μέσα σε ειδικό πλαίσιο που εκδόθηκε- σε σχεδίαση του
ζωγράφου Γ. Βαρλάμου-το 2001, στο πλαίσιο των φιλοτελικών εκδόσεων των ΕΛΤΑ για
τους Ολυμπιακούς Αγώνες της Αθήνας.
*Πηγή: Περ. Ναυτική Ελλάς-Πέτρος
Λινάρδος για
την μεταγραφή: Μαρία