Η εκμετάλλευση του ευκαιριακού ήταν πάντα για τους Έλληνες η σταθερά
στην οποία πάντα επένδυαν την υλοποίηση των επιδιώξεών τους. Έχουμε,
ίσως, να κάνουμε με μια κοινωνία υπερβολικά (παθολογικά) προσηλωμένη
στη συγκυρία (επειδή ωφελήθηκε συχνά από αυτήν) και επομένως ξένη προς
την υπομονή και επιμονή, τη μακροπρόθεσμη δέσμευση και συστηματικότητα
αδυνατεί να ανταποκριθεί με σύνεση και ωριμότητα
σε κάθε νέα
προσπάθεια εκσυγχρονισμού της χώρας. Όπως και στην περίπτωση της
επιχειρούμενης διοικητικής μεταβολής με την ονομασία Καλλικράτης, η
οποία λαμβάνει χώρα εν μέσω, βέβαια, γενικότερης κακοδαιμονίας.
Αφού ξεπεράσαμε την οθωμανική μας εμμονή, ως προς τη σκοπιμότητα
διατήρησης της κοινότητας, με τον Καποδίστρια, τον οποίο φροντίσαμε να
ακυρώσουμε μέσα από την αναγωγή σε αυτόν όλης της παθογένειας του
εθνικού μας πολιτικού συστήματος, καλούμαστε να ανταποκριθούμε σε κάτι
πολύ πιο σύνθετο, αλλά επιτακτικά αναγκαίου επιδεικνύοντας νέες
συμπεριφορές και νοοτροπίες.
Μια ευρύτερη δηλαδή συναίνεση, η οποία έπρεπε να εκφραστεί πρωτογενώς
στον προσδιορισμό του σκεπτικού και των κριτηρίων που θα προτείνονταν
προς την Κεντρική Διοίκηση, για να τα εφαρμόσει στη διαμόρφωση του
νέου διοικητικού χάρτη της χώρας. Δυστυχώς, κάτι τέτοιο δεν απαιτήθηκε
επαρκώς από τις τοπικές κοινωνίες, οι οποίες επαναπαύθηκαν στην
πεπατημένη μεθοδολογία και αρκετοί επένδυσαν στη λογική των
παρασκηνιακών διαβουλεύσεων, από τους περισσότερο ή λιγότερο
χαρισματικούς εν ενεργεία δημοτικούς ή κομματικούς εκπροσώπους τους.
Και, όμως, έπρεπε να επιδιωχθεί η προγενέστερη έκφραση των τοπικών
κοινωνιών για να υπάρχει τώρα η νομιμοποίηση της αντίδρασής τους.
Και ήταν αναμενόμενο, όταν η τελική απόφανση του Υπουργείου δεν ήταν η
ευνοϊκότερη γι αυτούς, να αναζητούν αγωνιωδώς εξιλαστήρια θύματα αυτής
της αποτυχίας και να προβαίνουν στη διαμόρφωση ενός κλίματος
αντιπαλότητας με τους κερδισμένους αυτής της ιστορίας, με τους οποίους
θα κληθούν συντόμως να συμπράξουν και να συνεργαστούν. Και είναι άξιο
επισήμανσης πως ξαφνικά στην επιχειρηματολογία όλων των συμμετεχόντων
ανασύρονται και προτάσσονται οι ιστορικές και πολιτισμικές
παρακαταθήκες τους, για τις οποίες ελάχιστα ενδιαφέρονταν μέχρι
πρότινος, αφού φρόντιζαν να τις εκποιούν, να τις ανταλλάσσουν και να
τις λαθρανασκάπτουν.
Ο καθένας δικαιούται να εύχεται να πραγματοποιηθεί ότι ελπίζει όχι
όμως και να συμφωνεί με πράγματα που αντιβαίνουν και τη λογική του
μέσου νου. Έτσι, ας διατηρήσουμε το μέτρο στις σκέψεις και τις
αντιδράσεις μας, αποφεύγοντας απλοποιήσεις και υπερβολές, οι οποίες
προσβάλλουν συνειδήσεις σημερινών συνδιεκδικητών και αυριανών
συνδημοτών.
Υπάρχει πολύς δρόμος μπροστά για να διανυθεί, να ξεπεραστούν
τοπικισμοί, μικροσυμφέροντα, στερεότυπες αντιλήψεις εκατέρωθεν και
επιτέλους να σκεφτούμε περισσότερο πολιτικά και όχι κομματικά.
Οποιαδήποτε και αν ήταν η πρόταση του Υπουργείου σίγουρα οι
αντιδράσεις θα εξακολουθούσαν να υπάρχουν. Έχει κανείς, όμως, σκεφθεί
ότι η περίπτωση του Καλλικράτη είναι από τις σπάνιες περιπτώσεις που η
Ελληνική Πολιτεία φάνηκε ειλικρινής περισσότερο από κάθε άλλη φορά και
ότι, αφού πρότεινε πρωτοποριακές μεθόδους για την τήρηση της
δημοκρατικής δεοντολογίας, μέσω της διαβούλευσης, ανέθεσε σε Επιτροπή
Υπηρεσιακών παραγόντων να αξιολογήσει τα προτεινόμενα. Και ότι, αφού
αξιοποίησε μια ακριβοπληρωμένη μελέτη του Ι.Τ.Α. (Ινστιτούτο Τοπικής
Αυτοδιοίκησης), όπως και θα όφειλε, τις προτάσεις των θεσμικών και μη
παραγόντων και διασφάλισε τη στεγανότητα στη διαδικασία των τελικών
κρίσεών της, προχώρησε στις τελική της εισήγηση. Η οποία φάνηκε να
αδιαφορεί για τις οχλήσεις τοπικών κομματικών παραγόντων και προέβη
στην οριζόντια εφαρμογή κάποιων αντικειμενικών κριτηρίων, τα οποία
προσδιόρισαν και την κόκκινη γραμμή των ορίων των νέων δήμων και το
μαύρο στίγμα των εδρών τους.
Και αν τελικά αυτό που μας χωρίζει είναι η ταμπακιέρα της
ονοματοδοσίας, ας υπάρξει επιτέλους μια πρόταση για την επίτευξης της
σύμπλευσης; Με ιστορικό βέβαια όρο, αφού η εύρεσή του διευκολύνεται
και από την πρόσφατη εντρύφησή μας στα εγχειρίδια τοπικής ιστορίας,
στα οποία προστρέξαμε άρτι για να θεμελιώσουμε την πολιτιστική υπεροχή
ημών έναντι υμών. Και αλλοίμονο, αν αναγκαστούμε, λόγω διαφωνίας μας,
να καταφύγουμε στη χρησιμοποίηση γεωγραφικών προσδιορισμών, αφού κάτι
τέτοιο θα συνάδει μεν με την εθνική εξωτερική μας πολιτική προς
γείτονα χώρα, αλλά θα μας εθίζει και στην νομιμοποίηση και άλλως
ανίερων συμβιβασμών ή εξισώσεων, όπως μιας σταθερής ιστορικής,
πολιτιστικής αξίας έναντι μιας υποδομής φτιαγμένη από μπετόν αρμέ… Για
την οποία ευλόγως αναρωτιέται κανείς ποιο ήταν το τελικό της τίμημα
και ποιων άλλων προτεραιοτήτων ανέστειλε την πραγματοποίησή τους;
Δρ. Παλάντζας Ιωάννης
Δημότης του νέου Δήμου Λίμνης ή Ελυμνίων (ορθότερο ιστορικά) ή Αιγαίων
ή Κανδηλίου-Μακίστου ή ακόμη και Λευκολίθου ή…
στην οποία πάντα επένδυαν την υλοποίηση των επιδιώξεών τους. Έχουμε,
ίσως, να κάνουμε με μια κοινωνία υπερβολικά (παθολογικά) προσηλωμένη
στη συγκυρία (επειδή ωφελήθηκε συχνά από αυτήν) και επομένως ξένη προς
την υπομονή και επιμονή, τη μακροπρόθεσμη δέσμευση και συστηματικότητα
αδυνατεί να ανταποκριθεί με σύνεση και ωριμότητα
σε κάθε νέα
προσπάθεια εκσυγχρονισμού της χώρας. Όπως και στην περίπτωση της
επιχειρούμενης διοικητικής μεταβολής με την ονομασία Καλλικράτης, η
οποία λαμβάνει χώρα εν μέσω, βέβαια, γενικότερης κακοδαιμονίας.
Αφού ξεπεράσαμε την οθωμανική μας εμμονή, ως προς τη σκοπιμότητα
διατήρησης της κοινότητας, με τον Καποδίστρια, τον οποίο φροντίσαμε να
ακυρώσουμε μέσα από την αναγωγή σε αυτόν όλης της παθογένειας του
εθνικού μας πολιτικού συστήματος, καλούμαστε να ανταποκριθούμε σε κάτι
πολύ πιο σύνθετο, αλλά επιτακτικά αναγκαίου επιδεικνύοντας νέες
συμπεριφορές και νοοτροπίες.
Μια ευρύτερη δηλαδή συναίνεση, η οποία έπρεπε να εκφραστεί πρωτογενώς
στον προσδιορισμό του σκεπτικού και των κριτηρίων που θα προτείνονταν
προς την Κεντρική Διοίκηση, για να τα εφαρμόσει στη διαμόρφωση του
νέου διοικητικού χάρτη της χώρας. Δυστυχώς, κάτι τέτοιο δεν απαιτήθηκε
επαρκώς από τις τοπικές κοινωνίες, οι οποίες επαναπαύθηκαν στην
πεπατημένη μεθοδολογία και αρκετοί επένδυσαν στη λογική των
παρασκηνιακών διαβουλεύσεων, από τους περισσότερο ή λιγότερο
χαρισματικούς εν ενεργεία δημοτικούς ή κομματικούς εκπροσώπους τους.
Και, όμως, έπρεπε να επιδιωχθεί η προγενέστερη έκφραση των τοπικών
κοινωνιών για να υπάρχει τώρα η νομιμοποίηση της αντίδρασής τους.
Και ήταν αναμενόμενο, όταν η τελική απόφανση του Υπουργείου δεν ήταν η
ευνοϊκότερη γι αυτούς, να αναζητούν αγωνιωδώς εξιλαστήρια θύματα αυτής
της αποτυχίας και να προβαίνουν στη διαμόρφωση ενός κλίματος
αντιπαλότητας με τους κερδισμένους αυτής της ιστορίας, με τους οποίους
θα κληθούν συντόμως να συμπράξουν και να συνεργαστούν. Και είναι άξιο
επισήμανσης πως ξαφνικά στην επιχειρηματολογία όλων των συμμετεχόντων
ανασύρονται και προτάσσονται οι ιστορικές και πολιτισμικές
παρακαταθήκες τους, για τις οποίες ελάχιστα ενδιαφέρονταν μέχρι
πρότινος, αφού φρόντιζαν να τις εκποιούν, να τις ανταλλάσσουν και να
τις λαθρανασκάπτουν.
Ο καθένας δικαιούται να εύχεται να πραγματοποιηθεί ότι ελπίζει όχι
όμως και να συμφωνεί με πράγματα που αντιβαίνουν και τη λογική του
μέσου νου. Έτσι, ας διατηρήσουμε το μέτρο στις σκέψεις και τις
αντιδράσεις μας, αποφεύγοντας απλοποιήσεις και υπερβολές, οι οποίες
προσβάλλουν συνειδήσεις σημερινών συνδιεκδικητών και αυριανών
συνδημοτών.
Υπάρχει πολύς δρόμος μπροστά για να διανυθεί, να ξεπεραστούν
τοπικισμοί, μικροσυμφέροντα, στερεότυπες αντιλήψεις εκατέρωθεν και
επιτέλους να σκεφτούμε περισσότερο πολιτικά και όχι κομματικά.
Οποιαδήποτε και αν ήταν η πρόταση του Υπουργείου σίγουρα οι
αντιδράσεις θα εξακολουθούσαν να υπάρχουν. Έχει κανείς, όμως, σκεφθεί
ότι η περίπτωση του Καλλικράτη είναι από τις σπάνιες περιπτώσεις που η
Ελληνική Πολιτεία φάνηκε ειλικρινής περισσότερο από κάθε άλλη φορά και
ότι, αφού πρότεινε πρωτοποριακές μεθόδους για την τήρηση της
δημοκρατικής δεοντολογίας, μέσω της διαβούλευσης, ανέθεσε σε Επιτροπή
Υπηρεσιακών παραγόντων να αξιολογήσει τα προτεινόμενα. Και ότι, αφού
αξιοποίησε μια ακριβοπληρωμένη μελέτη του Ι.Τ.Α. (Ινστιτούτο Τοπικής
Αυτοδιοίκησης), όπως και θα όφειλε, τις προτάσεις των θεσμικών και μη
παραγόντων και διασφάλισε τη στεγανότητα στη διαδικασία των τελικών
κρίσεών της, προχώρησε στις τελική της εισήγηση. Η οποία φάνηκε να
αδιαφορεί για τις οχλήσεις τοπικών κομματικών παραγόντων και προέβη
στην οριζόντια εφαρμογή κάποιων αντικειμενικών κριτηρίων, τα οποία
προσδιόρισαν και την κόκκινη γραμμή των ορίων των νέων δήμων και το
μαύρο στίγμα των εδρών τους.
Και αν τελικά αυτό που μας χωρίζει είναι η ταμπακιέρα της
ονοματοδοσίας, ας υπάρξει επιτέλους μια πρόταση για την επίτευξης της
σύμπλευσης; Με ιστορικό βέβαια όρο, αφού η εύρεσή του διευκολύνεται
και από την πρόσφατη εντρύφησή μας στα εγχειρίδια τοπικής ιστορίας,
στα οποία προστρέξαμε άρτι για να θεμελιώσουμε την πολιτιστική υπεροχή
ημών έναντι υμών. Και αλλοίμονο, αν αναγκαστούμε, λόγω διαφωνίας μας,
να καταφύγουμε στη χρησιμοποίηση γεωγραφικών προσδιορισμών, αφού κάτι
τέτοιο θα συνάδει μεν με την εθνική εξωτερική μας πολιτική προς
γείτονα χώρα, αλλά θα μας εθίζει και στην νομιμοποίηση και άλλως
ανίερων συμβιβασμών ή εξισώσεων, όπως μιας σταθερής ιστορικής,
πολιτιστικής αξίας έναντι μιας υποδομής φτιαγμένη από μπετόν αρμέ… Για
την οποία ευλόγως αναρωτιέται κανείς ποιο ήταν το τελικό της τίμημα
και ποιων άλλων προτεραιοτήτων ανέστειλε την πραγματοποίησή τους;
Δρ. Παλάντζας Ιωάννης
Δημότης του νέου Δήμου Λίμνης ή Ελυμνίων (ορθότερο ιστορικά) ή Αιγαίων
ή Κανδηλίου-Μακίστου ή ακόμη και Λευκολίθου ή…