Ο Συμεών Κεδίκογλου ξεκίνησε την ομιλία του στη Βουλή θέτοντας το δίλημμα «εάν τελικά θέλουμε ένα κράτος σύγχρονο και ευρωπαϊκό ή εάν θέλουμε ένα απομονωμένο κράτος των Βαλκανίων. Εάν τα δούμε όλα υπό αυτό το πρίσμα, τότε πιστεύω ότι οι απαντήσεις θα είναι πιο απλές και πιο ξεκάθαρες.»
Ο βουλευτής σημειώνει: «Εν πολλοίς, ακούμε και άδικα συνθήματα για εμάς τους πρωτοεκλεγμένους Βουλευτές. Ακούω το σύνθημα «κλέφτες» που με εξοργίζει, όπως φαντάζομαι
και πολλούς συναδέλφους, καθώς δεν σήκωνα μύγα στο σπαθί μου για ηθικά ζητήματα. Όμως, η δική μας γενιά θα αναλάβει τις ευθύνες αυτές που δεν πήραν κάποιοι που πρωταγωνίστησαν στη Μεταπολίτευση και που τώρα ρίχνουν το ανάθεμα… Καθώς ζούμε σε ιστορικές και κρίσιμες στιγμές, όποιος δεν αντέχει την πίεση των ευθυνών το καλύτερο που έχει να κάνει είναι να αποχωρήσει και να πάει στο σπίτι του.»
Για τα λάθη της κυβέρνησης επισημαίνει: «Έγιναν λάθη σε αυτούς τους είκοσι μήνες;», θα ρωτήσει κάποιος. Προφανώς, έγιναν και λάθη. Δεν χτυπήσαμε όσο γρήγορα θα έπρεπε τη φοροδιαφυγή, προχωρήσαμε σε οριζόντιες και όχι στοχευμένες περικοπές, υπό το κράτος της πίεσης. Υπήρξαν νόμοι που άργησαν στην εφαρμογής τους. Δυσφημήσαμε και εμείς ενδεχομένως το μνημόνιο και την κακή τρόικα που μας επέβαλαν κάποια μέτρα, αλλά για πρώτη φορά γίνεται επιτέλους μια προσπάθεια από μια Κυβέρνηση να βάλει τάξη στα κακώς κείμενα δεκαετιών σε σύντομο χρονικό διάστημα. Και αυτό, προφανώς, προκαλεί αντιδράσεις. Κάποιοι ξεβολεύονται. Θα έπρεπε, όμως, ίσως να εξηγήσουμε στον πολίτη νωρίτερα και πιο καθαρά το διακύβευμα για τη χώρα. Καθυστερήσεις και αστοχίες, λοιπόν, έγιναν. Ωστόσο, εγώ πάντα θυμάμαι ότι επιθυμούσαμε μια Κυβέρνηση που να μην σκέπτεται το πολιτικό κόστος… η ευθύνη για τη σωτηρία της χώρας προσπερνά και εμάς και τα κόμματα, τους πάντες.»
Για το μνημόνιο: «Το μνημόνιο, εάν θέλετε, έδωσε το χρονικό περιθώριο για να κάνουμε τις απαραίτητες μεταρρυθμίσεις, αλλά από μόνο του φυσικά δεν αρκεί. Θα πρέπει να ενταχθεί σε ένα ευρύτερο πλαίσιο εκσυγχρονισμού του πολιτικού συστήματος, ανασυγκρότησης της χώρας και ενός νέου αναπτυξιακού μοντέλου. Όμως, δεν χρειαζόταν το Μνημόνιο, για να καταλάβουμε ότι πρέπει επιτέλους να έχουμε πλεονασματικούς προϋπολογισμούς, να μειώσουμε τις σπατάλες, τη γραφειοκρατία στο δημόσιο, να αξιοποιήσουμε την ακίνητη περιουσία, να κλείσουμε τους άχρηστους οργανισμούς. Για όλα αυτά δεν χρειαζόταν το Μνημόνιο.»
Για τους «μύθους» και τις συνομωσίες που κυριαρχούν στο δημόσιο λόγο: Τι δεν ακούσαμε και τι δεν ακούμε αυτές τις ημέρες. Θα τα βλέπει ο ιστορικός του μέλλοντος και θα απορεί πραγματικά. Ό, τι πιο ανορθολογικό, ό, τι πιο ανισσόροπο, συνομωσιολογικό κυκλοφορούσε σε μεταμεσονύκτιες τηλεοπτικές εκπομπές, έγιναν μέρος του πολιτικού λόγου, του δημόσιου λόγου… ότι τελικά καλύτερα να πτωχεύσουμε και να γυρίσουμε στη δραχμή, ξεχνώντας τις επιπτώσεις κυρίως για τα χαμηλά εισοδήματα, γιατί αυτοί θα υπέφεραν σε κάτι τέτοιο. Η σημερινή κατάσταση, όσο δύσκολη κι αν είναι, θα έμοιαζε με παράδεισο μπροστά στην κόλαση που θα γινόταν σε μία τέτοια περίπτωση, την οποία ούτε καν θα έπρεπε να σκεφτόμασταν…Μέχρι και μόδα με εξώδικα βλέπω, λες και με νομικίστικους τρόπους μπορείς να λύσεις τα μεγάλα πολιτικά προβλήματα. Ακούσαμε οτιδήποτε, αρκεί να μην αντιμετωπίσουμε τη σκληρή πραγματικότητα, ότι πρέπει να δουλέψουμε, να παράγουμε, να αλλάξουμε τα πάντα…Σε εμάς απομένει να παλεύουμε, ώστε αυτές οι θυσίες του ελληνικού λαού να πιάνουν πραγματικά τόπο και να γίνονται υπό το κράτος κοινωνικής δικαιοσύνης.
Για τους αγανακτισμένους: «Ο Αριστοτέλης έλεγε ότι ο καθένας μπορεί να θυμώσει. Είναι εύκολο. Αλλά, το να θυμώσεις με το σωστό άνθρωπο, στο σωστό βαθμό, για το σωστό λόγο, τη σωστή στιγμή και με το σωστό τρόπο, αυτό δεν είναι καθόλου εύκολο. Η αγανάκτηση σήμερα είναι μάλλον ετεροχρονισμένη. Θα την προτιμούσα -και μακάρι να είχε ξεσπάσει- κάποια χρόνια νωρίτερα, όταν δανειζόμασταν αβέρτα, όταν ξοδεύαμε χρήματα για ρουσφέτια και πελατειακό κράτος.
Για τις πρόωρες εκλογές: Τα Κόμματα της Αντιπολίτευσης ζητάνε εκλογές. Όμως, σε τι θα άλλαζε πράγματι η κατάσταση από το να έχουμε τα ίδια προβλήματα, ξεκινώντας από διαφορετική αφετηρία, χειρότερη αυτή τη φορά;
Για την στάση της ΝΔ: …Η ΝΔ πόνταρε στην αποτυχία της χώρας. Δεν κατάλαβε, όμως, ότι η αποτυχία της Κυβέρνησης είναι και αποτυχία της χώρας τη συγκεκριμένη στιγμή. Και δεν αρκεί μόνο να κυβερνήσετε, αλλά ποια χώρα θα κληθείτε να κυβερνήσετε. Η επαναδιαπραγμάτευση είναι ανέφικτη από μηδενική βάση. Το έχουν πει όλοι. Το τελευταίο δε επιχείρημα, όταν όλο το λαϊκό κόμμα απέρριψε τις προτάσεις σας, ότι αυτό οφείλεται σε προπαγάνδα του ΠΑΣΟΚ, νομίζω ότι πρέπει να το αφήσω ασχολίαστο.
Ζούμε το τέλος του παιχνιδιού: «Κλείνοντας λέω σχηματικά ότι υπάρχουν δύο κόσμοι, δύο Ελλάδες και οι δύο αγανακτισμένες: Η μία θέλει να μείνουν τα πράγματα όπως ήταν μέχρι το 2009. Θέλει, δηλαδή, το ευρύτερο δημόσιο να καταναλώνει κάθε χρόνο 25 δισεκατομμύρια περισσότερα απ’ όσα εισπράττει. Και υπάρχουν και οι άλλοι, οι εργαζόμενοι, οι επιστήμονες, οι επαγγελματίες, που πληρώνουν φόρους, χωρίς κρατική ανταπόδοση υπηρεσιών ποιότητας, που πληρώνουν υπέρογκες ασφαλιστικές εισφορές σε ταμία χρεοκοπημένα, αυτοί που θέλουν να αλλάξουν όλα όσα βαραίνουν αυτή τη χώρα…Ζούμε το τέλος του παιχνιδιού, όπως παίχτηκε ως σήμερα, που τελείωσε απότομα και αφήνει πίσω του και οργή και νοσταλγία. Υπάρχει, όμως, η φυγή προς το μέλλον και η φυγή προς το παρελθόν. Ας αναρωτηθούμε τι θα συνέβαινε, αν ξαφνικά μέσα σε ένα θαύμα έλεγε ο Πρωθυπουργός να αφήσουμε τα πράγματα όπως ήταν δύο χρόνια πριν. Αναρωτιέμαι τότε: Οι διαμαρτυρίες θα σταματούσαν; Ας διαλέξουμε, λοιπόν, με ποια Ελλάδα είμαστε: του παρελθόντος ή του μέλλοντος; Σε κάθε περίπτωση, όμως, δεν μπορούμε να σιωπούμε.